Ελληνική κοινότητα των παραλίων Άλπεων

Λε Κορμπυζιέ και Γιάννης Ξενάκης : ένας διάλογος αρχιτεκτονικής και μουσικής

Λίγα γνωρίζουμε για το ρόλο της μουσικής στο έργο του Λε Κορμπυζιέ   όπως  επίσης λίγα γνωρίζουμε για το αρχιτεκτονικό έργο του Γιάννη Ξενάκη. Παρ΄όλα αυτά, έχουν περάσει εξήντα χρόνια από τότε που ο Ξενάκης σχεδίασε και υλοποίησε  το  Philips Pavilion στην Παγκόσμια Έκθεση του 1958 στις Βρυξέλλες: Ένα εφήμερο περίπτερο με οργανικά  σχήματα που κατασκεύασε την ίδια εποχή που εργαζόταν για τον Λε Κορμπυζιέ. Περίοδο κατά την οποία  παράλληλα ο Ξενάκης είχε αρχίσει να δημιουργεί τις  πρώτες του μουσικές του συνθέσεις.

Το περίπτερο των Βρυξελλών  ένας χώρος πολυμέσων πριν την ώρα του, εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον τόσο για  τις καμπυλότητες των δομών που τείνουν προς  το διάστημα, όσο και για τα ηλεκτρονικά έργα των οποίων ήταν η βιτρίνα. Πέρα όμως από αυτό, το έργο έδωσε  τη  δυνατότητα να  συναντηθούν  άτομα και να  συνεργαστούν για την  δημιουργία του. Μία συνεργασία που απαιτεί  να υπάρχει : αποδοχή των  αντιφάσεων, των απόψεων και  των εντάσεων.

Μέσα από την έρευνα αρχειακού υλικού, μερικών μη ακόμα δημοσιευμένων, το βιβλίο  έρχεται να  αναλύσει τη θέση της μουσικής στο έργο  του Λε Κορμπυζιέ και της αρχιτεκτονικής στις μουσικές δημιουργίες  του Γιάννη Ξενάκη.  Παράλληλα  μας βοηθά να κατανοήσουμε τη συνεργασία που είχαν για τη δημιουργία του  περιπτέρου των Βρυξελλών. Η μελέτη επιτρέπει να  κατανοήσουμε  τη σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής και μουσικής στον Λε Κορμπυζιέ και στον Ξενάκη. Είναι η σύγκρουση  που παρατηρούμε ανάμεσα στην προγονική αίσθηση  της σύνθεσης των τεχνών που κληρονομήθηκαν στον  20ο αιώνα και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού που υλοποιούνται  κατά τη δεκαετία του 1950.

Η Séverine Bridoux-Michel  καταφέρνει να ρίξει φώς στο μύθο που ενσαρκώνει η σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής και μουσικής.

Η  Séverine Bridoux-Michel είναι αρχιτέκτονας, διδάκτωρ στην αισθητική και στις επιστήμες των καλών τεχνών, ερευνητής στο LACTH / Εθνική Σχολή Αρχιτεκτονικής και Τοπίου της Λιλ, συνεργάτης ερευνητής στο CEAC / University of Lille, καθηγήτρια στην Εθνική Ανώτατη Σχολή αρχιτεκτονικής της Λιλ, και μουσικός. Έλαβε το Βραβείο Έρευνας και τη Διδακτορική Διατριβή στην Αρχιτεκτονική το 2007 (Ακαδημία Αρχιτεκτονικής, Παρίσι). Το έργο της  και οι δημοσιεύσεις της αφορούν ειδικότερα τη μελέτη των σχεδιαστικών διαδικασιών στην ιστορία της αρχιτεκτονικής του 20ου και του 21ου αιώνα, καθώς και τη μελέτη των διεπιστημονικών σχέσεων αρχιτεκτονικής / μουσικής.


Λε Κορμπιζιέ, ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα

«Τελικά έφθασα στην Αθήνα και είδα την Ακρόπολη. Έμεινα εκεί επτά εβδομάδες, σε καθημερινή επαφή με τα μνημεία, με μεγάλο πάθος και θέρμη. Ανακάλυψα τότε ότι η αρχιτεκτονική είναι το παιχνίδι των όγκων, το παιχνίδι των περιγραμμάτων, εκατό τοις εκατόν επινόηση, που εξαρτάται αποκλειστικά από τη δημιουργία εκείνου που ζωγραφίζει». 

Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έναν από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, του πρωτοπόρου Σαρλ-Εντουάρ Ζανρέ-Γκρι. Ο κόσμος της αρχιτεκτονικής και της τέχνης, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι, θαυμαστές και επικριτές του έργου του τον γνωρίζουν με το όνομα που διάλεξε από τη γενιά της μητέρας του: Λε Κορμπιζιέ. Το οποίο είναι συνώνυμο μερικών από τα μεγαλύτερα έργα αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν στις πέντε δεκαετίες της σταδιοδρομίας του σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, την Ινδία, τη Ρωσία, και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η 40η Σύνοδος της Επιτροπής της Unesco για την Παγκόσμια Κληρονομιά που έγινε το 2016 στην Κωνσταντινούπολη αποφάσισε να χαρακτηρίσει Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco δεκαεπτά κτίρια που φέρουν την υπογραφή του.

Πολεοδόμος, ζωγράφος, γλύπτης, συγγραφέας και σχεδιαστής επίπλων ο Λε Κορμπιζιέ, διάσημος για τη συνεισφορά του σε αυτό που αποκαλείται σήμερα μοντερνισμός ή πρώιμος μοντερνισμός δεν σπούδασε ποτέ αρχιτεκτονική. Ο πρωτοπόρος στις θεωρητικές μελέτες του σύγχρονου σχεδίου, εγκατέλειψε το σχολείο της μικρής πόλης της Ελβετίας στην οποία γεννήθηκε – στις 6 Οκτωβρίου του 1887 –  Σο ντε Φον της Ελβετίας, σε ηλικία 13 ετών.

«Την εκπαίδευσή μου εγώ την πήρα μέσα από τα ταξίδια μου και τα μουσεία που επισκεπτόμουν. Στη συνέχεια πήγα να εργαστώ. Άνοιξα ένα γραφείο και πήρα τις πρώτες μου αναθέσεις. Και έτσι έγινα αρχιτέκτονας χωρίς να διαβάσω ούτε ένα αρχιτεκτονικό βιβλίο, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει αρχιτεκτονική, χωρίς ποτέ να έχω σπουδάσει τους επτά ρυθμούς της αρχιτεκτονικής», είχε πει σε συνέντευξή του που παραχώρησε στο αμερικανικό περιοδικό Modulus ένα μήνα πριν πεθάνει.

Εκπαιδευμένος ως καλλιτέχνης ταξίδεψε παντού, από το Άγιον Όρος και τις χώρες της Μεσογείου μέχρι τη Λατινική Αμερική. Οι παρατηρήσεις από τα ταξίδια του μεταξύ άλλων, του δίνουν τη δυνατότητα να κατασκευάσει το δικό του σύστημα στηριγμένο στον χρυσό κανόνα, το modulor όπου κυριαρχούν οι διαστάσεις σε ανθρώπινη κλίμακα.

Έζησε στο Παρίσι από το 1917. Εκεί εργάστηκε στο γραφείο του Ογκύστ Περέ (1908), ειδικού στην κατασκευή κτιρίων από μπετόν και στο Βερολίνο (1910) με τον Πίτερ Μπέρενς. Από το 1922 ο Λε Κορμπιζιέ εργαζόταν με τον εξάδελφό του, τον Πιερ Ζινρέτ. Τα πρώτα έργα του ήταν κυρίως κατοικίες τις οποίες θεωρούσε «μηχανές κατοίκησης» και εφάρμοζαν τα πέντε σημεία-αξιώματα της αρχιτεκτονικής του (πιλοτή, επίπεδη οροφή, ελεύθερη κάτοψη, οριζόντιο παράθυρο, ελεύθερη πρόσοψη).

«Εργάστηκα για να δώσω στους ανθρώπους αυτό που έχουν περισσότερο ανάγκη σήμερα: τη σιωπή και την ειρήνη»

Ο Λε Κορμπιζιέ είχε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Περνούσε τα πρωϊνά του ζωγραφίζοντας, τα μεσημέρια γευμάτιζε με τη γυναίκα του, τα απογεύματα πήγαινε στο γραφείο του. Μέχρι το 1928 υπέγραφε τα έργα του ως Ζανερέ. Ο Μισέλ Ζλοτόφσκι, ο βασικός έμπορος των έργων του  Λε Κορμπιζιέ στο Παρίσι υπολογίζει ότι υπάρχουν περίπου 450 πίνακες, 8 τοιχογραφίες, 350 prints, 40 ταπισερί, 50 γλυπτά, 7.000 έργα σε χαρτί και μερικές εκατοντάδες κολάζ, τα οποία σπάνια εμφανίζονται σε αίθουσες δημοπρασιών. Ο όγκος των αρχείων που άφησε είναι σχεδόν εξωπραγματικός. 500.000 έγγραφα, 38.000 χάρτες, 6.000 σχέδια, καθώς και έργα ζωγραφικής, γλυπτά, ταξιδιωτικές σημειώσεις, φωτογραφίες, βιβλία, όλα αρχειοθετημένα από τον ίδιο. Ο πρώτος τόμος με το πλήρες έργο του δημοσιεύθηκε το 1929, όταν ήταν 42 ετών.

Αυτά που χτίζει είναι πολύ λιγότερα. 75 κτίρια σε 12 χώρες και 42 σημαντικά πολεοδομικά έργα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι η Villa Savoye (Πουασύ, Γαλλία), το Caprenter Center (στο Κέιμπριτζ τns Μασαχουσέτης), το μοναστήρι τns La Tourette, η εκκλησία Notre Dame du Haut (Ronchamp, Γαλλία) και η Unite d’ Habitation (Μασσαλία, Γαλλία), ενώ στη μεταπολεμική αρχιτεκτονική του χρησιμοποίησε πιο αδρά, παραδοσιακά υλικά, όπως το ανεπίχριστο μπετόν, την πέτρα και το εμφανές τούβλο.

«Το έχω πει, ότι τα υλικά για την οικοδόμηση μιας πόλης είναι ο ουρανός, ο χώρος, τα δέντρα, το ατσάλι και το τσιμέντο, με αυτή τη σειρά και ιεράρχηση»

Σύμφωνα με τον Ρέντζο Πιάνο το παρεκκλήσιο της Ρονσά είναι «ένα από τα πιο όμορφα μέρη διαλογισμού στον κόσμο».  Ακόμη και οι επικριτές του Λε Κορμπιζιέ καταθέτουν τα όπλα μπροστά στο κορυφαίο του έργο. Ένα καθολικό εκκλησάκι εμπνευσμένο από έναν αγνωστικιστή αρχιτέκτονα προτεσταντικής εκπαίδευσης ο οποίος έβαλε στην άκρη κάθε δογματισμό και αφέθηκε να το σχεδιάσει με απόλυτη ελευθερία και πλοηγό την εσωτερικότητά του.

Ο Λε Κορμπιζιέ εξόργισε και σκανδάλισε, δίχασε τον κόσμο της αρχιτεκτονικής όσο λίγοι. Η ειρωνεία και η συκοφαντία συνόδευαν κάθε πτυχή της δραστηριότητάς του. Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εκδοχής του Λε Κορμπιζιέ για τη Νεωτερική αρχιτεκτονική, όπως αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1910 και του 1920, ήταν η οπτική της απλότητα. Σχεδιασμένος ως αντίδραση ενάντια στις διακοσμητικές υπερβολές του 19ου αιώνα και πιο πρόσφατα της Αρτ Νουβό, ο αρχιτεκτονικός Μοντερνισμός προσπάθησε να ανακτήσει την ουσία του κτιρίου, για να δημιουργήσει μορφές που μιλούσαν για καθαρότητα, τάξη και λογική και όχι για πλούτο και για επιθυμία να τον εμφανίζουν. Η χρήση του λευκού ασβεστοχρώματος ήταν κεντρική για τη δημιουργία αυτής της απογυμνωμένης αισθητικής. Για τον Λε Κορμπιζιέ, το λευκό χρώμα αντιπροσώπευε την πνευματική διαύγεια και την ενάργεια που ήταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής στον 20ό αιώνα και για να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που προσέφεραν οι νέες τεχνολογίες του

«Μέσα στη σύγχυση της ταραχώδους εποχής μας, πολλοί έχουν συνηθίσει να σκέφτονται πάνω σ’ ένα φόντο μαύρο. Όμως, τα καθήκοντα του αιώνα μας, του τόσο επίπονου, τόσο γεμάτου από κινδύνους, τόσο βίαιου, τόσο νικηφόρου, φαίνεται να απαιτούν από εμάς να σκεφτόμαστε πάνω σε φόντο λευκό».

Χαρακτηρίστηκε Μιχαήλ Άγγελος της αρχιτεκτονικής, την οποία όπως υποστήριζε πάντα ανακάλυψε «εργαζόμενος καθ΄ οδόν για να κερδίσω το ψωμί μου. Παρατηρούσα πώς ήταν φτιαγμένα τα σπίτια, οι ναοί, οι δρόμοι, τα παρεκκλήσια». Ο Λε Κορμπιζιέ πίστευε πως οι σύγχρονες πόλεις πρέπει να εκτείνονται προς τα επάνω και όχι προς την περιφέρεια. Ήθελε να κατεδαφίσει το Παρίσι και έβρισκε τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης πολύ μικρούς. Στην «Πολυκατοικία της Μασσαλίας» πραγματοποίησε το όραμα της «κατακόρυφης πόλης». Η οικιστική αυτή ενότητα, το κάθετο χωριό είναι ένα κτίσμα γιγαντιαίων διαστάσεων με διαμερίσματα-μεζονέτες, αλλά και παιδικούς σταθμούς, ξενοδοχεία, μαγαζιά, βιβλιοθήκη, αίθουσα προβολών ακόμη και γυμναστήριο στην ταράτσα. Το επανέλαβε στη Νάντ, στο Φερμινί, στην κοινότητα του Μπριγιέ αλλά και στο Βερολίνο. Οι πολυκατοικίες του στεγάζουν χιλιάδες ανθρώπους και σε αντίθεση με τα εκλεπτυσμένα λευκά κτίρια της προπολεμικής περιόδου, είναι από άγριο εμφανές μπετόν, βαμμένες με έντονα βασικά χρώματα.

Το Εθνικό Μουσείο Δυτικής Τέχνης στο Τόκιο, το Κάρπεντερ Βίζουαλ Αρτ Σεντρ στο Χάρβαρντ των Η.Π.Α. και τα σχέδια του περιπτέρου των Εκθέσεων της Ζυρίχης, συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του.

«Ο Καθεδρικός της Παναγίας των Παρισίων είναι καταπληκτικός, είναι ένα πολύ όμορφο πράγμα, μόνο που η καρδιά μου είναι στην Ελλάδα και όχι στο γοτθικό. Γιατί το γοτθικό είναι προϊόν μιας σκληρής, σχεδόν επιθετικής νοοτροπίας σε σύγκριση με… Μιλώ για ένα ελληνικό αίσθημα και για ένα γοτθικό αίσθημα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα».

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Λε Κορμπιζιέ εργάστηκε στην Ινδία όπου ολοκλήρωσε μια σειρά έργων μεγάλης κλίμακας. Tα τελευταία καλοκαίρια της ζωής του τα περνούσε, σ’ ένα ξύλινο καλύβι διακοπών (Cabanon de vacances) στη θάλασσα της Κυανής Ακτής. Πέθανε το 1965 από ανακοπή καρδιάς ενώ κολυμπούσε στο Καπ Μαρτέν.


Γιάννης Ξενάκης

Ο Ιάννης Ξενάκης (29 Μαΐου 1922– 4 Φεβρουαρίου 2001) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες και αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, διεθνώς γνωστός ως Iannis Xenakis. Οι πρωτοποριακές συνθετικές μέθοδοι που ανέπτυξε συσχέτιζαν τη μουσική και την αρχιτεκτονική με τα μαθηματικά και τη φυσική, μέσω της χρήσης μοντέλων από τη θεωρία των συνόλων, τη θεωρία των πιθανοτήτων, τη θερμοδυναμική, τη Χρυσή Τομή, την ακολουθία Φιμπονάτσι κ.ά. Παράλληλα, οι φιλοσοφικές του ιδέες για τη μουσική έθεσαν καίρια το αίτημα για ενότητα φιλοσοφίας, επιστήμης και τέχνης, συμβάλλοντας στο γενικότερο προβληματισμό για την κρίση της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής των δεκαετιών του 1950 και 1960.

Γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Κλεάρχου Ξενάκη, εμπόρου με καταγωγή από την Εύβοια και της Φωτεινής Παύλου, η οποία καταγόταν από τη Λήμνο. Η μητέρα του πέθανε από ιλαρά, όταν ο Ξενάκης ήταν πέντε ετών, αλλά πρόλαβε να του εμφυσήσει την αγάπη της για τη μουσική (η ίδια έπαιζε ερασιτεχνικά πιάνο). Πέντε χρόνια αργότερα, το 1932 ο πατέρας του τον έστειλε μαζί με τα αδέλφια του Ιάσονα (φιλόσοφο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνας, ΗΠΑ) και Κοσμά (αρχιτέκτονα/πολεοδόμο/ζωγράφο/γλύπτη) στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Εκεί πήρε και τα πρώτα του μαθήματα μουσικής (αρμονίας και πιάνου).

Το 1938 μετακόμισε στην Αθήνα, προκειμένου να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ). Παράλληλα έπαιρνε μαθήματα αρμονίας και αντίστιξης με τον Αριστοτέλη Κουντούρωφ, μαθητή του Ιππολίτοφ-Ιβάνοφ, κάνοντας και τις πρώτες συνθετικές του απόπειρες. Τότε άρχισε επίσης να μελετά τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, κυρίως τον Πλάτωνα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι από αυτή την ηλικία ενδιαφερόταν για τη σχέση των μαθηματικών και της μουσικής, προσπαθώντας να βρει πώς θα μπορούσαν να εφαρμοστούν μαθηματικά μοντέλα στην Τέχνη της Φούγκας του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, έτσι ώστε οι μουσικές δομές να παρασταθούν με γραφήματα ως οπτικές αντιστοιχίες της μουσικής.

Το 1940 πέτυχε την εισαγωγή του στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, παρόλο που δεν ήθελε να γίνει πολιτικός μηχανικός ή αρχιτέκτονας, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Κατάφερε όμως με αυτή του την επιλογή να συνδυάσει σε κάποιο βαθμό τα δικά του ενδιαφέροντα (Μουσική, Μαθηματικά, Φυσική) με τις επιθυμίες του πατέρα του, ο οποίος ήθελε να τον στείλει στην Αγγλία να σπουδάσει Ναυπηγική. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο – παράνομο τότε – KKE, ενώ αργότερα (1943) έγινε γραμματέας της ΕΠΟΝ Πολυτεχνείου. Κατά τη συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά ως ομαδάρχης του Λόχου Σπουδαστών «Λόρδος Μπάιρον» τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσμα αγγλικής οβίδας, με αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό του μάτι και να παραμορφωθεί η αριστερή πλευρά του προσώπου του.

Λόγω της αντιστασιακής του δράσης και των γενικότερων συνθηκών της εποχής, οι σπουδές του γίνονταν μετ’ εμποδίων μέχρι και το 1946, οπότε και υποστήριξε επιτυχώς την διπλωματική του εργασία με θέμα το ενισχυμένο σκυρόδεμα. Λίγο αργότερα παρουσιάστηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, περιμένοντας να απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία ή να υπηρετήσει ως βοηθητικός λόγω του τραυματισμού του, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Φοβούμενος την εξορία στη Μακρόνησο, δραπέτευσε με πλαστό διαβατήριο στην Ιταλία, οπότε και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο για λιποταξία. Από την Ιταλία, με την βοήθεια Ιταλών κομμουνιστών πέρασε στη Γαλλία και έφτασε τελικά στο Παρίσι.

Στο Παρίσι, με τη μεσολάβηση του Γιώργου Κανδύλη, ο Ξενάκης προσλήφθηκε από τον γνωστό αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ, για τον οποίον εργάστηκε μέχρι και το 1959. Παράλληλα αναζητούσε δασκάλους για να συνεχίσει τα μαθήματα σύνθεσης. Οι πρώτοι στους οποίους απευθύνθηκε ήταν οι Αρτύρ Ονεγκέρ και Νταριούς Μιγιώ, μέλη της «ομάδας των Έξι». Ο Ξενάκης όμως δεν ήταν διατεθειμένος να διδαχθεί τους ακαδημαϊκούς κανόνες της αρμονίας και της αντίστιξης. Σύντομα συγκρούστηκε με τον Ονεγκέρ, ο οποίος δεν αποδεχόταν τις ιδέες του. Η Νάντια Μπουλανζέ, στην οποία απευθύνθηκε επίσης ο Ξενάκης, είδε μερικά έργα του και του εξέφρασε την αδυναμία της να αναθεωρήσει τις απόψεις της στην ηλικία της ή να «ξεκινήσει για χάρη του από την αρχή»[

Η γνωριμία του με την συναγωνίστριά του Φούλα Χατζιδάκη (συγγραφέα, μεταφράστρια και κριτικό) έγινε, όταν εξόριστοι και οι δυο κατοίκησαν ένα διάστημα στο ίδιο ξενοδοχείο, στο Παρίσι, στην οδό Claude Bernard 26. Έκτοτε διατήρησαν μακρόχρονη αλληλογραφία. Μάλιστα στα κατάλοιπα της Φούλας Χατζιδάκη, σώθηκαν, φυλαγμένα με προσοχή, λίγα γράμματα του Ιάννη Ξενάκη, χρονολογημένα από το Μάρτιο του 1948, το πρώτο, ως τον Ιούλιο του 1964, το τελευταίο, τα οποία αποτελούν ιστορικά τεκμήρια για τις αναζητήσεις, τις επιρροές, τις σκέψεις και το ιστορικό περιβάλλον των δύο πνευματικών ανθρώπων.

Τη λύση στις μουσικές του αναζητήσεις την έδωσε τελικά ο Ολιβιέ Μεσιάν, ο οποίος ήταν ο πρώτος που κατάλαβε τις μουσικές ιδιαιτερότητες του Ξενάκη, λέγοντάς του ότι δεν χρειάζεται να μελετήσει αρμονία και αντίστιξη. Ο ίδιος ο Μεσιάν θυμάται μάλιστα ότι τον συμβούλεψε: «Είσαι σχεδόν 30 χρονών, έχεις την τύχη να είσαι Έλληνας, αρχιτέκτνας και με γνώσεις εφαρμοσμένων μαθηματικών. Εκμεταλλεύσου τα αυτά. Κάν’τα στη μουσική σου».[Τα μόνα μαθήματα, που του πρότεινε να παρακολουθήσει μαζί του, ήταν μουσικής αισθητικής και ανάλυσης, στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού. Πράγματι, ο Ξενάκης άρχισε να παρακολουθεί το 1952 μαθήματα με τον Μεσιάν, ενώ στον λιγοστό ελεύθερό του χρόνο συνέθετε. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τη Φρανσουάζ – τη γνωστή σήμερα μυθιστοριογράφο Φρανσουάζ Ξενάκη – την οποία παντρεύτηκε το 1953 και με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μάχη.

Από το 1960, ο Ξενάκης αφιερώνεται ολοκληρωτικά στη σύνθεση, έχοντας ολοκληρώσει μια σειρά πρωτοποριακών αρχιτεκτονικών κατασκευών που του είχε αναθέσει ο Λε Κορμπυζιέ, με σημαντικότερο το Περίπτερο της Philips για τη διεθνή έκθεση των Βρυξελλών του 1958, μία από τις πρώτες πολυμεσικές εγκαταστάσεις στον κόσμο. Είχε προηγηθεί η παρουσίαση του έργου του Μεταστάσεις (1955), το οποίο προκάλεσε αίσθηση, σηματοδοτώντας την αρχή της «στοχαστικής μουσικής». Παράλληλα, ο Ξενάκης δημοσίευε τα πρώτα κείμενά του σε διάφορα περιοδικά, εκφράζοντας τη φιλοσοφία του για τη μουσική, δημιουργώντας νέους όρους και μουσικές κατηγορίες, ενώ άσκησε έντονη κριτική στη σειραϊκή μουσική με το κείμενό του «Η κρίση της σειραϊκής μουσικής», μετατρέποντας με αυτόν τον τρόπο σε εχθρούς του τους Πιερ Μπουλέζ και Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, δεσπόζουσες προσωπικότητες της πρωτοποριακής ευρωπαϊκής μουσικής σε Γαλλία και Γερμανία αντίστοιχα, οι οποίοι τον αποκάλεσαν «ηλίθιο».

Παρ’ όλες τις δυσκολίες όμως που αντιμετώπιζε ο Ξενάκης από τους επίσημους κύκλους της πρωτοποριακής ευρωπαϊκής μουσικής, η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται ραγδαία σε όλο τον κόσμο από το 1960 και έπειτα. Από τη δεκαετία του 1970 και μέχρι τον θάνατό του έμεινε στο προσκήνιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής, εργαζόμενος πάντα στο πλαίσιο της σχέσης μαθηματικών, μουσικής και αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, με έναν προσωπικό, πρωτοποριακό αλλά και μοναχικό τρόπο, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη σύγχρονη μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.

Ο Ξενάκης πέθανε τα ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 2001, σε ηλικία 78 ετών και μετά από μακρόχρονες περιπέτειες με την υγεία του. Η σορός του αποτεφρώθηκε στην υπόγεια κρύπτη του κοιμητηρίου Περ Λασαίζ στο Παρίσι χωρίς θρησκευτική τελετή, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία.