Η ελληνική και η κινεζική είναι οι μοναδικές ομιλούμενες γλώσσες, ακόμη και σήμερα, των οποίων η ύπαρξη είναι γνωστή στη γραπτή μορφή τους εδώ και 3.500 χρόνια. Από τις 2.700 γλώσσες σήμερα στον κόσμο, αυτές οι δύο είναι που έχουν μια τέτοια μοναδική, συνεχή διαδρομή. Αν, όμως, κρίνουμε από την επίδραση, τόσο στη διαμόρφωση, όσο και στο περιεχόμενο, που άσκησαν στις ευρωπαϊκές ακόμη και σε όλες τις γλώσσες, η ελληνική είναι, χωρίς καμία υπερβολή, η πρώτη γλώσσα του κόσμου. Η επίδρασή της, με το αλφάβητό της, με το λεξιλόγιό της, με το συντακτικό της και την πνευματική γραμματειακή δημιουργία της, κυρίως τη λογοτεχνία της σε όλα της τα είδη, ήταν και είναι μοναδική.
Υπήρξαν και άλλες ιστορικές γλώσσες που είναι σήμερα νεκρές (σουμερικά, αιγυπτιακά) ή άλλες που δεν έχουν ασκήσει ─ως γλώσσες─ επίδραση στο πολιτιστικό και επιστημονικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας (εβραϊκά, αραβικά). Τα Ελληνικά αποτελούν πραγματικά μοναδικό φαινόμενο!
Η ελληνική γλώσσα δεν εξακολουθεί να ζει και να λειτουργεί μόνο στην Ελλάδα, αλλά έχει και μια δεύτερη ζωή, και όχι μόνο στον απλωμένο Ελληνισμό παντού στον Κόσμο. Μια δεύτερη ζωή, μέσα σε όλες τις γλώσσες, οι οποίες όταν εξετασθούν συγκεκριμένα στα δομικά τους στοιχεία και στην πολιτιστική νοηματοδότησή τους είναι, κατά κάποιον τρόπο, μετατροπές, καινούργιες μορφές των Ελληνικών.
Η ελληνική γλώσσα, στα 3.500 χρόνια της διαδρομής και των καταλυτικών επιδράσεών της, διατηρεί μια ενότητα. Από την Ομηρική εποχή, ακόμα και τη Μυκηναϊκή, μέχρι σήμερα, παρά τις αιματηρές διακοπές και τους επιχειρούμενους αφανισμούς της, διατηρεί τις βασικές κατηγορίες της και το μοναδικό λεξιλόγιό της. Τα στοιχεία της εξέλιξης υπάρχουν. Το φωνηεντικό σύστημα απλοποιήθηκε ─δεν υπάρχουν μακρά και βραχέα, ούτε δίφθογγοι και μουσικοί τόνοι─, η μορφολογία μειώθηκε ─έλλειψη του δυϊκού, της δοτικής, του απαρεμφάτου─, η ρηματική κλίση περιορίσθηκε σε δύο θέματα και οι περιφραστικοί τύποι πολλαπλασιάστηκαν. Όμως, οι πυλώνες, οι βασικές κατηγορίες, το λεξιλόγιο παραμένουν ίδια. Αφορούν σ΄ ένα ρωμαλέο οργανισμό, με αξεπέραστη αντοχή, με ισχυρές δομές, με καταπληκτική ευελιξία, με ένα μοναδικό για τον άνθρωπο και την ιστορία του πολιτισμικό φορτίο.
Μιλούν πολλοί για τη σημασία της λατινικής γλώσσας και εξ αυτών ορισμένοι για ισοδυναμία με την Ελληνική. Ασφαλώς δεν μπορεί να παραγνωρισθεί η σημασία της. Αλλά, μπροστά στα ποιοτικά κριτήρια της Ελληνικής δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για υπεροχή της Ελληνικής και μάλιστα με τρόπο επιδραστικό και στη Λατινική. Καθοριστικό, όμως, είναι το στοιχείο της ιστορικής συνέχειας. Ενώ, δηλαδή, για την Ελληνική μπορεί να γραφεί μια ιστορία των Ελληνικών από τη βαθιά στους αιώνες αρχή της, μέχρι και σήμερα, δεν είναι δυνατόν να γραφεί μια ιστορία των Λατινικών. Τα Λατινικά στη διαδρομή τους παρουσιάζουν ισχυρές, βαθιές διαφοροποιήσεις σύμφωνα με τη χρονολογία και τη γεωγραφία. Ενώ τα Ελληνικά είναι μια ιστορία στην οποία, ως προς τις δύο αυτές παραμέτρους, επικρατεί μια σπουδαία ενότητα. Δεν είναι δυνατόν να γραφεί, π.χ., μια ιστορία των Λατινικών που να συμπεριλαμβάνονται και τα Ισπανικά. Ενώ, οι όποιες «αποκλίσεις» των Ελληνικών (τσακώνικα, καππαδοκικά, ποντιακά) δεν αποτελούν παρά διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας. Εξάλλου, σχετικά με αυτό, πρέπει να τονισθεί ότι ακόμα και στον κολοφώνα της ρωμαϊκής κυριαρχίας, τα Ελληνικά αποτελούσαν τη δεύτερη επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, με απόλυτη την επικράτησή τους στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον 4ο αιώνα (!), ενώ σημαντικοί ιστορικοί της Ρώμης προτίμησαν την Ελληνική αντί της δικής τους γλώσσας για να γράψουν τις Ιστορίες τους (Φλάβιος Ιώσηπος, Φάβιος Πίκτορ, Βηρωσός, Μανέθων).
Η Ελληνική γλώσσα: από τις Μυκήνες στην Κωνσταντινούπολη
Η ελληνική γλώσσα προέρχεται από την ονομαζόμενη Ινδοευρωπαϊκή ΙΙΙ Α. Η πρωτοτυπία της αρχικής αυτής περιόδου έγκειται στο γεγονός ότι ενώ στο εσωτερικό της γλώσσας εξελίσσεται μια διαδικασία διαιρέσεων, τα ελληνικά φύλα θεωρούν τους εαυτούς τους γιους-απογόνους του ίδιου γένους και προάγουν τις λογοτεχνικές γλώσσες. Τα δύο αυτά στοιχεία (Γένος & Λογοτεχνία) ─ιδιαίτερα η λογοτεχνία─, συγκροτούν ισχυρή τάση ενότητας, με καταλύτη την ομηρική γλώσσα. Αυτή η λογοτεχνική γλώσσα, τραγουδιόταν, ήταν κατανοητή, λειτουργούσε και εκτείνονταν μεταξύ των Ελλήνων. Το διάχυτο έντονο επικό στοιχείο, η ελεγεία, ο ίαμβος, με κυριαρχία της ιωνικής γλωσσικής απόχρωσης, ενώνονταν αρμονικά με τα ομηρικά έπη συντελώντας στην ενότητα των ίδιων των Ελλήνων. Ο ποιητικός λόγος έδωσε σταδιακά τον πεζό λόγο και τον 6ο αιώνα όλοι έγραφαν και καταλάβαιναν την Ιωνική. Όταν ο Γοργίας των Αθηνών εξέλιξε την Ιωνική γράφοντας στην Αττική, η πολιτιστική της ισχύ σε συνδυασμό με την κυριαρχία και την επιρροή των Αθηνών, οδήγησε στο θρίαμβο της Αττικής. Θρίαμβος, που αποτυπώνεται σε αξεπέραστα έργα της ανθρώπινης διάνοιας και της πνευματικής δημιουργίας σε όλους τους τομείς.
Η καθοριστική στιγμή είναι όταν οι Μακεδόνες εξελίσσοντας τη Δωρική στρέφονται προς την Αττική κρίνοντας ότι το ενοποιητικό-ηγεμονικό τους σχέδιο για το σύνολο του Ελληνισμού θα υποστηρίζονταν καλύτερα από τον κυριαρχούντα ελληνικό γλωσσικό κλάδο, την Αττική, την οποία ενίσχυσαν και γενίκευσαν με την επικράτησή τους. Έτσι, οι λογοτεχνικές γλώσσες, μέσω της τελευταίας από αυτές, της Αττικής, ενοποίησαν την Ελληνική, δημιουργώντας την Αττική Κοινή, η απλά ΚΟΙΝΗ (Ελληνική). Είναι η πρώτη πολιτιστική, φιλοσοφική, επιστημονική, πολιτική γλώσσα του κόσμου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, η μακεδονική ηγεμονία, οι ελληνιστικοί χρόνοι με τις διάφορες μεγάλες αυτοκρατορίες των διαδόχων του Αλεξάνδρου ή/και μικρότερα κράτη δημιουργούν από τον ελλαδικό και νότιο βαλκανικό χώρο, σε όλη τη Ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο, ως τα βάθη της Ασίας και μέχρι τις Ινδίες ένα ενιαίο σύνολο, που ξεχωρίζει από τα πλήθη των κατακτημένων βαρβάρων και η βάση της ενότητας δεν είναι τόσο η κοινή καταγωγή, όσο η κοινότητα πολιτισμού, όπου κεντρική και αποφασιστική θέση κατέχει η ελληνική γλώσσα (για ορισμένους ιστορικούς Ελληνιστική Κοινή). Επίσημη γλώσσα των διανοούμενων, της διοίκησης, των ανωτέρων στρωμάτων, των πνευματικών παραγωγών, αλλά και γλωσσικός κορμός των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων με τις ενσωματωμένες διαφοροποιήσεις διαλέκτων σε γεωγραφικές περιοχές. Ο Ισοκράτης αποδίδει με πιστότητα αυτή την πραγματικότητα: «Και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του Γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους παιδεύσεως της ημετέρας ή τους κοινής φύσεως μετέχοντας».
Η παρουσία της Κοινής Ελληνικής εξακολουθεί να είναι δυναμικά και ευρέως παρούσα και στη Ρωμαϊκή εποχή, από τον 4ο αιώνα και μετά, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, στο Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας επιβάλλεται οριστικά. Αποτελεί τη γλώσσα των Ευαγγελίων, ο Χριστιανισμός τη χρησιμοποιεί ως επίσημο όργανό του και ύστερα από την κατάπαυση των διωγμών επί Μεγάλου Κωνσταντίνου γνωρίζει ισχυρή και ευρεία αποδοχή. Ιδιαίτερα η Μικρά Ασία και τα όλα τα παράλια ξαναγίνονται χώρος ελληνικής επικράτησης. Ο Ιουστινιανός, επιτυγχάνοντας σχεδόν την ανασύσταση της Αυτοκρατορίας από τα νότια της Ισπανίας, την Αίγυπτο μέχρι και ανατολικά στα όρια της Περσικής αυτοκρατορίας, καθιστά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ορθόδοξο χριστιανικό κράτος με αυστηρή διοίκηση, δημοσιεύοντας τις Νεαρές του διατάξεις (νόμους) στα Ελληνικά και κωδικοποιώντας ολόκληρη τη νομοθεσία στα Ελληνικά.
Η γλώσσα του Βυζαντίου, καθ΄ όλη την ιστορική του πορεία μέχρι την Άλωση, παρά την κρίσιμη ήττα στο Μάτζικερτ από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1071 που σηματοδοτεί την απώλεια του ζωτικού χώρου της Μ. Ασίας, καθώς και την καταστροφική λατινική κατάληψή του από τους σταυροφόρους το 1204, είναι Ελληνική. Η γλώσσα της διοίκησης, αλλά και της Εκκλησίας με το ευρύ κύρος της είναι Ελληνική.
Η ελληνική γλώσσα αντέχει στις σλαβικές και αλβανικές επιδρομές και επιβιώνει στις φραγκικές καταλήψεις. Κατά τη μακρά οθωμανική περίοδο της κατάκτησης: αντιστέκεται με το δημοτικό τραγούδι και την εξύμνηση των αρματολών και κλεφτών και τη λυρική ποίηση του Ερωτόκριτου, στηρίζεται από το παράδειγμα των θυσιών των νέων του αγίων, των Νεομαρτύρων, καλλιεργείται και προωθείται από τον Ελληνισμό της διασποράς που έρχεται σε επαφή με τις προοδευτικές ιδέες στη Δύση της οθωμανικής περιόδου και επανασυνδέεται με το νήμα της αρχαιοελληνικής παράδοσης, ξεπερνώντας τον κλειστό θρησκευτικό δογματισμό. Φωτισμένοι δάσκαλοι και πνευματικές μορφές δρουν πρωτοποριακά τον 18ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 19ου : ο Θεόφιλος Κορυδαλέας (ο πρόδρομος της νεοελληνικής Αναγέννησης), ο Κύριλος Λούκαρις, ο Νικόλαος Σοφιανός (με την πρώτη γραμματική της «ομιλουμένης ελληνικής γλώσσας»), ο Μανολάκης Καστοριανός, ο Κοσμάς ο Αιτωλός (με την ίδρυση 214 σχολείων), ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης και με κορυφαίους τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, τον Δημήτριο Καταρτζή, τον Ρήγα Βελεστινλή (Φερραίο), τον Αδαμάντιο Κοραή. Ενώ δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποτιμηθεί στον τομέα της συνέχισης της επαναστατικής χρήσης και λειτουργίας της ελληνικής γλώσσας ο ρόλος της Φιλικής Εταιρείας, ως κυψέλη και συλλογική πρωτοπόρα δύναμη των Ελλήνων πατριωτών.
Η ελληνική γλώσσα : από την Απελευθέρωση του Έθνους μέχρι σήμερα
Αμέσως μετά την Απελευθέρωση (1830), ο αγώνας για μια επίσημη γλώσσα της διοίκησης, των νόμων, της οικονομίας της χώρας, η οποία ταυτόχρονα θα ήταν γλώσσα κατανοητή, έκφρασης και επικοινωνίας του Λαού, αναδεικνύονταν ως κεντρικότατο ζήτημα. Οφείλουμε να πούμε ότι εδώ, παρά τις εντάσεις και τις ακρότητες του «γλωσσικού ζητήματος», κερδήθηκε για δεύτερη φορά το μέγα στοίχημα, που έγινε πρότυπο για όλες τις γλώσσες: η γλώσσα ενός λαού (του ελληνικού) να επιζεί, να αποκτά την ενότητά της, να οργανώνεται και να συνεχίζει ακμαία και ακτινοβολούσα!
Ο Γ. Χατζιδάκις το 1892 όρισε τη γενεαλογία της Νέας Ελληνικής, όπως συνηθίστηκε να ονομάζεται η Ελληνική μετά την Απελευθέρωση (θα επανέλθουμε για την ορθότητα ή μη αυτής της ονομασίας καθώς και στην υπόδειξη υιοθέτησης της ορθότερης). Η Νέα Ελληνική συμπέρανε ο Γ. Χατζιδάκις προέρχεται από την αρχαία Κοινή (Ελληνική, Ελληνιστική) και όχι από τις αρχαίες διαλέκτους. Επίσης, από την Κοινή προέρχονται οι σύγχρονες ελληνικές διάλεκτοι.
Σε μια ορισμένη συνέχεια της βυζαντινής εποχής, μετά την Απελευθέρωση, υπήρχαν δύο γλώσσες: η γλώσσα των στρωμάτων της αριστοκρατίας και της διοίκησης, η αττικιστική Ελληνική (από τον κύκλο των Φαναριωτών, τον υψηλόβαθμο κλήρο, την ελίτ των προνομίων) και η γλώσσα η καθομιλουμένη, η δημοτική, των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η πρώτη ονομάζονταν «καθαρεύουσα», δηλαδή καθαρή, και η δεύτερη «δημοτική», δηλαδή δημώδης (του δήμου, του λαού). Η Νέα Ελληνική που τελικά ζει και συνεχίζει αποτελεί τη δυναμική, ζωντανή εξέλιξη, με την εξαφάνιση των δύο αυτών γλωσσικών στρωμάτων και των διαφορετικών διαλέκτων υπέρ μίας και μοναδικής, σχεδόν ενιαίας Γλώσσας, που επηρεάσθηκε από τη δημοτική, αλλά οργανώθηκε δυναμικά και με συνέπεια προς τα τρισχιλιετή στοιχεία της και ονομάζεται Νέα Ελληνική. Όμως, δεν είναι τίποτα άλλο από την Ελληνική της σύγχρονης εποχής. Και η ορθή της ονομασία δεν είναι Νέα Ελληνικά ή Νέα Ελληνική, αλλά ΕΛΛΗΝΙΚΑ και ΕΛΛΗΝΙΚΗ.
Ο μεγάλος μας νομπελίστας ποιητής Γ. Σεφέρης μιλάει με καίριο τρόπο για το θέμα. Αφοσιωμένος στη δημοτική γλώσσα και στην ιδεολογία που υποβαστάζει το δημοτικισμό, τόνιζε το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής γλώσσας, τον ενιαίο χαρακτήρα της, που οδηγεί στην πράξη τον λογοτέχνη ─και όχι μόνον─ στην υπέρβαση των περιοριστικών και, συχνά, στενόκαρδων πολώσεων μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής: «Η γλώσσα που μας εδόθηκε είναι ενιαία, νομίζω» (Δοκιμές Γ, 185) «Αποφεύγω να κάνω τη διάκριση δημοτική-καθαρεύουσα, γιατί, όπως και να το πάρουμε το πράγμα, η γλώσσα είναι μία. Όμως εκείνο που μας συμβαίνει, είναι που έχουμε μια όμορφη γλώσσα με πλατιές εκτάσεις της νεκρές ακόμη. Έχουμε πολλή δουλειά ακόμη για να τη ζωντανέψουμε ολόκληρη» (Δοκιμές Γ, 189). Το 1937, στο κείμενό του με τίτλο «Ελληνική γλώσσα», λέει: «Νομίζω ότι σήμερα […] έχουμε στερεώσει πια την πεποίθηση ότι το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματά μας με χρώμα, με βάρος, με ενάργεια και με σκιές, είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας, και που δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα «νεοελληνικά», αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα» (Δοκιμές Α, 65-66). Αξίζει, λοιπόν, να σημειώσουμε ότι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Σεφέρης, όπως και ο γράφων, για τη σύγχρονη γλώσσα μας, σύμφωνα με την ενιαία θεώρηση που είχε, είναι ο όρος «Ελληνικά»: «Μεταχειρίζομαι τη λέξη ελληνικά, όταν εννοώ είτε τα ελληνικά που μιλούν σήμερα οι Έλληνες, είτε την ελληνική γλώσσα συνολικά από την αρχή της μέχρι σήμερα. Όταν εννοώ τα ελληνικά άλλων εποχών, τα προσδιορίζω με ειδικά επίθετα. Τη λέξη νεοελληνικά την αποφεύγω είναι χωρίς ακρίβεια, όταν την καλοκοιτάξεις, και άσκημη· ούτε ο Άγγλος λέει νεοαγγλικά, ούτε ο Γάλλος νεογαλλικά» (Δοκιμές Α, 510-11 Σημειώσεις).
Συνοπτικά, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένους μεγάλους σταθμούς αυτής της πορείας. Το 1888, ο Ι. Ψυχάρης δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το ταξίδι μου στη δημοτική. Μια υπερβολικά συστηματοποιημένη δημοτική, που δεχόταν λέξεις της καθαρεύουσας σχετιζόμενες με τον πολιτισμό. Παρ΄ όλα αυτά, η δημοσιογραφική, η νομική και η επιστημονική γλώσσα ήταν η καθαρεύουσα και μέχρι το 1909 ήταν η μοναδική γλώσσα που διδάσκονταν στα σχολεία. Ακόμη και το Σύνταγμα του 1911 όριζε ως επίσημη γλώσσα του Ελληνικού Κράτους την καθαρεύουσα. Ωστόσο, ακραία στοιχεία του αττικισμού, όπως ο μέλλοντας της αρχαίας Ελληνικής, η ευκτική, οι προστακτικές σε -θι, κ.ά. έπεσαν σε αχρηστία.
Το 1911, ο Μ. Τριανταφυλλίδης [και οι Βλ. Γαβριηλίδης, Ίων Δραγούμης, Αλ. Δελμούζος, Αλ. Διομήδης, Ν. Καζαντζάκης, Γ. Καφαντάρης, Ανδ. Καρκαβίτσας, Λ. Μαβίλης, Αλ. Παπαναστασίου, Δημ. Πετροκόκκινος, Μ. Τσιριμώκος (Στ. Ραμάς)] ίδρυσαν τον Εκπαιδευτικό Όμιλο δίνοντας νέα και ποιοτική ορμή υπέρ της δημοτικής.
Το 1917, η κυβέρνηση Ε. Βενιζέλου επηρεασμένη από την κίνηση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και την πολιτική ατμόσφαιρα που τροφοδότησε το κίνημα και το κόμμα του, εισήγαγε τη δημοτική στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Ο Μ. Τριανταφυλλίδης εργαζόμενος συστηματικά και με εξαιρετικά ανοιχτό πνεύμα παρουσίασε το 1941 τη Γραμματική του, η οποία αποτέλεσε ένα έργο καθοριστικής αξίας για την Νέα Ελληνική, αποτελώντας ένα είδος γλωσσικού κανόνα.
Το 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου με φωτεινό στέλεχος στον χώρο της Παιδείας το Ε. Παπανούτσο, εισήγαγε τη δωρεάν Παιδεία και τοποθέτησε τις δύο γλώσσες στο ίδιο επίπεδο, αν και η διδασκαλία της δημοτικής σπάνια ξεπερνούσε την τάξη της ηλικίας των 14 ετών. Η δικτατορία επανέφερε με αυστηρότητα την καθαρεύουσα, με τη δημοτική να διδάσκεται στις τέσσερις τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το 1976, από την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή και επί υπουργίας Γ. Ράλλη, η δημοτική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης και της διοίκησης.
Το 1982, με την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου, εισήχθη το μονοτονικό σύστημα. Μετά από σχεδόν ένα αιώνα (1888, Το ταξίδι μου του Ι. Ψυχάρη – 1982 μονοτονικό και οριστική λύση του «γλωσσικού ζητήματος»), η επικράτηση της δημοτικής έγινε πλέον μέσα σ΄ ένα νέο πλαίσιο, αυτό της ονομαζόμενης Νέας Ελληνικής, όπου η λεξιλογική βάση της δημοτικής ενσωμάτωνε σημαντικό μέρος λέξεων της καθαρεύουσας κι είχε απορροφήσει δάνεια από άλλες γλώσσες ─ τις περισσότερες φορές ελληνικής προέλευσης που επιστρέφουν πίσω στη μητρική κοιτίδα με κάποια διαφοροποίηση.
Στη μακρά αυτή προσπάθεια των 100 περίπου χρόνων, το Πανεπιστήμιο που αμέσως μετά την ίδρυσή του αποτέλεσε κέντρο ζυμώσεων, έρευνας και κρίσιμων παρεμβάσεων ήταν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Με τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη, τη Ρόζα Ιμβριώτη, τον Εμμανουήλ Κριαρά, τον Νίκο Ανδριώτη, τον Λίνο Πολίτη, τον Χρήστο Τσολάκη. Για το ανάστημα και το έργο του Μ. Τριανταφυλλίδη για την ελληνική γλώσσα θα χρειάζονταν μια ειδική, αποκλειστική πραγματεία. Δεν μπορούμε όμως να μην υπογραμμίσουμε το έργο και το ανάστημα δύο ξεχωριστών προσωπικοτήτων: του Ν. Ανδριώτη και του Λ. Πολίτη. Ο Ν. Ανδριώτης, διαπρεπής γλωσσολόγος, ο σημαντικότερος, κατά τη γνώμη μου, μετά τον Γ. Χατζηδάκι στα ελληνικά γράμματα, συγγραφέας του έργου αναφοράς Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, με το οποίο αποκαθιστά τεκμηριωμένα τη συνέχεια και την ενότητα της Ελληνικής διακρίνοντας τρείς ιστορικές-διαλεκτικές φάσεις, συστηματικού μελετητή των ελληνικών γλωσσικών ιδιωμάτων, αλλά και του πρωτοποριακού, από το 1957, έργου ανασκευής των έωλων ισχυρισμών των Σκοπίων για τη «μακεδονική» γλώσσα. Ο Λίνος Πολίτης, καθηγητής και ακαδημαϊκός, που συγκροτεί, στο ΑΠΘ, για πρώτη φορά και με τρόπο καθοριστικό, σε πανελλήνιο επίπεδο, τη Νεοελληνική Φιλολογία ως πραγματική επιστήμη, σε αντιδιαστολή, μάλιστα, με το Πανεπιστήμιο Αθηνών που βρισκόταν σε εναγκαλισμό με τη μεσαιωνική φιλολογία, το δημοκρατικό ήθος που τον διακρίνει τον οδηγεί σε παραίτηση κατά τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1969), συγγραφέας του μνημειώδους έργου Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Στην προέκταση αυτής της παράδοσης είναι εγκατεστημένα και λειτουργούν σήμερα στη Θεσσαλονίκη: το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), από το 1959, αξιοποιώντας και το κληροδότημα του ίδιου του Μ. Τριανταφυλλίδη, καθώς, και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, από το 1994.
Τα δάνεια και οι διάλεκτοι: η πολυχρωμία και οι επαναπατρισμοί
Επανερχόμενοι στην ελληνική γλώσσα. Χρειάζονται ορισμένες επισημάνσεις για τα δάνεια και τις «νέες» λέξεις. Το σημαντικότερο στο σημείο αυτό είναι ότι όπως στην απώτερη εποχή της διαμόρφωσης των γλωσσών η ελληνική με το αλφάβητό της χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή, για πρώτη φορά, των γλωσσών που ήταν άγραφες, και αργότερα για τη γραφή και άλλων γλωσσών από τα λατινικά ως τις σλαβικές γλώσσες, έτσι και τώρα, κατά τη νεωτερική εποχή, η Ελληνική με τη μοναδική συνθετική ικανότητά της και την παραγωγικότητά της, μπορεί να ενσωματώνει κάθε δάνειο ή «νέα» επιστημονική λέξη, πολλές φορές μάλιστα επαναπατρίζοντας δικές της λέξεις που είχαν ταξιδέψει σε άλλα γλωσσικά περιβάλλοντα και επιστρέφουν στη μητέρα πατρίδα-γλώσσα. Π.χ., από τη γαλλική anecdote σχημάτισε τη λέξη «ανέκδοτο», από τη λέξη «necrologie» τη «νεκρολογία», από την αγγλική telephone το «τηλέφωνο», από τη γερμανική «Leukamie» τη «λευχαιμία» κ.ά.
Σε πρώτη βαθμίδα από τη Γαλλική, εν συνεχεία την Αγγλική, λιγότερο τη Γερμανική και με πολύ λιγότερες από την Ισπανική και τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν εισέλθει δάνεια λέξεων στην Ελληνική. Η Ιταλική, από τη Λατινική μέχρι σήμερα, διατηρεί αξιόλογο αριθμό λέξεων ενσωματωμένων στην Ελληνική, καθώς και από γειτονικούς λαούς (τουρκικά, σλαβικά, ρώσικα, λίγα αλβανικά και λίγα ρουμανικά).
Σε κάθε περίπτωση έχει ενδιαφέρον να τονισθεί ότι σε σχετική μελέτη με στατιστικά στοιχεία των Van Dijk – Wittop Koning που παρουσίασε ο P.Mackridge, από 1.148 «ξένες» και «νέες» λέξεις: 324 είναι λέξεις της Αρχαίας Ελληνικής που παρέμειναν αμετάβλητες στη μορφή και τη σημασία, 148 είναι ουσιαστικά ίδιες, με κάποια μορφολογική ή φωνητική αλλαγή, 129 είναι λέξεις της Αρχαίας Ελληνικής που αναβίωσαν στη σύγχρονη εποχή, 202 είναι λέξεις που παράγονται από την Αρχαία Ελληνική από τον 4ο αιώνα π.Χ., 252 είναι λέξεις που δημιουργήθηκαν στο ελληνικό περιβάλλον της σύγχρονης εποχής από άλλες της Αρχαίας Ελληνικής, και μόνον 50 είναι πραγματικά δάνεια!
Για τις νεοελληνικές διαλέκτους, δεν κρίνουμε ότι θα έπρεπε στο σημείωμα αυτό να αναφερθούμε αναλυτικά. Πάντως, οι διάλεκτοι βρίσκονται σε υποχώρηση. Υποχώρηση που σχετίζεται με την εξέλιξη της σύγχρονης εθνογεννητικής διαδικασίας του ελληνικού εθνικού κράτους και των περιπετειών τμημάτων του Ελληνικού Έθνους εκτός των σημερινών συνόρων του (διώξεις ποντιακού και μικρασιατικού Ελληνισμού, διώξεις Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, μετακινήσεις από Αίγυπτο-Αλεξάνδρεια, Νότια Ρωσία, Αλβανία, Σκόπια, Ρουμανία, απίσχνανση στη Νότια Ιταλία, τη Σικελία και την Κορσική).
Κι ενώ, οι διάλεκτοι βρίσκονται σε υποχώρηση, η ελληνική γλώσσα μέσω της Ελληνικής Διασποράς ανθεί και πάλι ─και μπορεί με βεβαιότητα να ανθίσει─ σε σημαντικά κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά και της Ρωσίας και της Ασίας.
Ελληνικό Έθνος, Ελληνισμός, Ελληνική Γλώσσα, Πολιτισμός
Οι θεωρητικοί της έννοιας και της πολυτομεακής θεματικής του «Έθνους», είτε της γερμανικής με τις αποκλίσεις της σχολής, είτε της αντίστοιχης γαλλικής, είτε ακόμη και της εθνικοαπελευθερωτικής των νεομαρξιστών, αναφέρονται σε χρονικούς ορίζοντες πολύ περιορισμένους σε σχέση με την ελληνική περίπτωση, η οποία εκτείνεται σε τρεισήμισι χιλιετίες! Η συζήτηση όλων τους ορίζεται από τη δυτικο-ευρωπαϊκή εθνική εμπειρία και οπτική, και δεν επεκτείνεται πέραν της Αναγέννησης ή του Μεσαίωνα. Όμως οι Έλληνες, ακόμη και οι Κινέζοι, και οι Εβραίοι και οι Πέρσες εντάσσονται δύσκολα σ΄ αυτό το πλαίσιο. Κι ενώ οι Εβραίοι ορίζονται θρησκευτικά κατά τρόπο πολύ σαφέστερο και κλειστό, οι Έλληνες δεν μονοπωλούν ─ώστε να ορισθούν ανάλογα─ την Ορθοδοξία. Το να περιορίσουμε το Ελληνικό Έθνος στους τελευταίους τρεις αιώνες, προσαρμοσμένοι στις σχετικές δυτικές θεωρίες, το αποκόπτουμε ιστορικά, αλλά και γεωγραφικά από τη μακραίωνη Ιστορία του και, σε κάθε περίπτωση, μιλούμε για ένα τμήμα της πορείας και της φυσιογνωμίας του. Η μακραίωνη αυτή Ιστορία αποτέλεσε στοιχείο κυτταρικό, με σταθερότητα και συνέχεια στη συνείδηση των Ελλήνων αποτελώντας υλική δύναμη, πραγματική δύναμη ενότητας στους Αγώνες του, και, κυρίως, στον πρόσφατο αγώνα του για την Απελευθέρωση και Ανεξαρτησία (1821) και τη Δημιουργία του σύγχρονου εθνικού κράτους.
Ο σπουδαίος ιστορικός Ν. Σβορώνος είναι καταλυτικός, προσδιορίζοντας τις τάσεις γένεσης-ίδρυσης του εθνικού κράτους, αλλά και την κεντρικότητα της θέσης της Ελληνικής γλώσσας σ΄ αυτό τον στόχο. Γράφει, στο βιβλίο του Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού: «Από την ελληνική τούτη γωνιά, επιχειρείται, στα πρόθυρα της οριστικής πτώσης της Αυτοκρατορίας, και η σπουδαιότερη προσπάθεια, με τους αγώνες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απελευθέρωσης και συγκέντρωσης του Ελληνισμού σε ένα ενιαίο εθνικό κράτος, του οποίου ο Γεμιστός διατυπώνει την πρώτη θεωρία. Αν αφαιρέσουμε τα ουτοπιστικά στοιχεία που έχουν την πηγή τους στην πλατωνική σκέψη και που ανάλογα συναντάμε και σε άλλους αρχαιολάτρες αντιπροσώπους της Αναγέννησης, τα κύρια συστατικά στοιχεία του κράτους που προτείνει ο Γεμιστός είναι οι γενικές αρχές στις οποίες στηρίχτηκαν τα καινούργια εθνικά κράτη που άρχισαν να σχηματίζονται ύστερα από τη διάλυση του μεσαιωνικού φεουδαλικού συστήματος και των αυτοκρατοριών: εθνικός στρατός, εθνική ανεξάρτητη οικονομία, με εθνικό γερό νόμισμα, λελογισμένη φορολογία, βασισμένη στο εισόδημα, ισχυρή κεντρική εξουσία με επικεφαλής έναν μονάρχη, με ακέραιους και ειδικευμένους συμβούλους διαλεγμένους από τη μεσαία τάξη των πολιτών. Η εθνική πολιτική του Γεμιστού προσδιορίζεται, ακόμη, με προφητική σαφήνεια, όταν ο Γεμιστός προσπαθεί να καθορίσει τις γεωγραφικές και εθνολογικές βάσεις ενός τέτοιου κράτους, που είναι καθαρά, κατά τη γνώμη του, ελληνικές χώρες […] Ολόκληρη η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή και καλλιτεχνική παραγωγή του Βυζαντίου στην τελευταία περίοδο της ιστορίας του φανερώνει την ανασύνδεση των συγχρόνων με την ελληνική παράδοση. Ο ελληνικός χαρακτήρας εμφανίζεται καθαρότερα στην τέχνη, που αποκαθαίρεται όλο και περισσότερο από τα ανατολικά της στοιχεία, δημιουργεί μορφές ελεύθερες που θυμίζουν ελληνικά και ελληνιστικά πρότυπα. Παράλληλα, η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να υψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα, να χρησιμοποιείται σε ευρύτερη κλίμακα από τους λογίους, με αξιόλογα επιτεύγματα, όπως τα διάφορα έμμετρα μυθιστορήματα και άλλα στιχουργήματα, που δεν απευθύνονται μόνο στα λαϊκά στρώματα αλλά και στους αυλικούς κύκλους. Και εδώ παρατηρείται, όπως και στην αρχαΐζουσα γραμματεία, η ίδια ανάμιξη των λαϊκών στοιχείων με τις αναμνήσεις από την Αρχαία Ελλάδα. Μερικά από τα έργα αυτά έχουν αρχαία ελληνικά ονόματα (Αχιλληίς, παράφραση Ιλιάδας κ.τ.λ.)».
Η έννοια του Ελληνισμού, ως διαχρονική, πολιτιστική, λειτουργική έννοια, βρίσκεται κοντύτερα σ’ αυτό που το ελληνικό έθνος αποτυπώνει. Έχει, όμως, το έλλειμμα της συγκεκριμένης εδαφικής και πολιτικής αναφοράς των υπαρκτών γεωπολιτικών δημιουργημάτων, τα οποία μάλιστα στην ελληνική ιστορία από τον Όμηρο έως σήμερα είναι πάντα παρόντα και ενεργά. Η επαναδιατύπωση του Ελληνισμού, μέσα από μια γεωπολιτική και πολιτισμική θεώρηση και ένα ανάλογο Σχέδιο, στην εποχή των Δικτύων και της Διαδικτύωσης, μπορεί να αξιοποιήσει τόσο την έννοια και την κατάκτηση του Κόμβου (δηλαδή, του έθνους-κράτους), όσο και των γραμμών παγκόσμιας διασύνδεσης με περιφερειακούς κόμβους (υπαρκτής, ή/και ιστορικής ελληνικής παρουσίας), καθώς, επίσης να αξιοποιήσει και το πλατύτερο ευνοϊκό περιβάλλον απέναντι στη δημιουργική διάχυση του πολιτιστικού ελληνικού φορτίου.
Στον σύγχρονο ελληνισμό, στοιχείο συνεκτικό και κεντρικό είναι η γλώσσα του και η ανεκτίμητη πνευματική του παραγωγή, που αυτή η γλώσσα κατορθώνει να ανυψώνει, να εκφράζει και να αναπτύσσει. Ταυτόχρονα, η γλώσσα αποτελεί κεντρικό στοιχείο που νευρώνει και διαποτίζει τον Ελληνικό Πολιτισμό, ο οποίος στην ευρύτερη σύνθετη έννοια του (πνευματική παραγωγή και επιτεύγματα, λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, άσμα, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, γαστρονομία, σχέση με τον Τόπο, τη Φύση, τον Άνθρωπό) αποτελεί, ίσως, το κεντρικότερο στοιχείο υπεροχής, αλλά και χρησιμότητας του ελληνισμού στη σύγχρονη εποχή.
Ο παράγων Πολιτισμός, όπως σωστά διέγνωσε ο καθηγητής Samuel Huntigton στο κείμενό του: «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών», θα παίξει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις και στις εξελίξεις. Μπορεί να μην υπάρχει όπως υπαινίχθηκε η ευθεία αναμέτρηση Ισλάμ-Χριστιανισμού, έχοντας πάντως ένα μέρος αλήθειας απ’ όσα διαδραματίζονται στη Συρία, τη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ως προς το φανατικό Ισλάμ, αλλά ο πολιτισμός πρόκειται να αποτελέσει πεδίο σημαντικό στο σημερινό πολυπολικό κόσμο, πέρα από τον οικονομικό ανταγωνισμό, τη γεωπολιτική και τις σφαίρες επιρροής.
Σ’ αυτόν τον νέο κόσμο των πολιτισμών, ο ελληνισμός ως πολιτιστικό απόσταγμα και ως κάτοχος του πλέον προβεβλημένου πολιτισμικού brand name, μπορεί να διεκδικήσει μια περίβλεπτη θέση. Χρειάζεται, όμως, να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα αυτά ευφυώς. Στο «μέγα παίγνιο» των πολιτισμών δεν χωρούν ούτε μικροπολιτικές δημαγωγίες, ούτε επαρχιώτικες κουτοπονηριές. Απαιτείται μεγαλόπνοη θεώρηση, συνεκτικό και αρθρωμένο Σχέδιο, και, ασφαλώς, υπέρβαση των εσωτερικών μας αδυναμιών.
Η εκπαιδευτική μας πολιτική στο κρίσιμο πεδίο της γλώσσας, οφείλει να αντιληφθεί ότι οι αυριανοί πολίτες της Ελλάδας, ─για να γίνουν πρωταγωνιστές στον παγκόσμιο στίβο των ανταγωνισμών και των πολιτισμών─, πρέπει να καταστούν ικανοί να κοινωνήσουν με την κλασσική σκέψη και να κατανοούν τα κείμενά της, κείμενα παγκόσμιας αξίας. Η οπτική όσων θεώρησαν ότι η ελάφρυνση των μαθημάτων από το βάρος της κλασσικής παιδείας θα επέτρεπε στους νέους πολίτες της Ελλάδας να επενδύσουν περισσότερο χρόνο σε «πρακτικές» γνώσεις, όπως η πληροφορική, αποδεικνύεται σήμερα αναποτελεσματική. Αποδεικνύεται, σήμερα, ότι η γνώση της Ελληνικής, της μιας και αδιαίρετης, αποτελεί ισχυρό εφόδιο για την επαγγελματική προσαρμοστικότητα και ανέλιξη σ’ έναν ταχύτατα και τεχνολογικά μεταβαλλόμενο κόσμο.
Στους Φιλοσόφους και τους Ελληνιστές προστίθενται σήμερα οι Φυσικοί και οι Μαθηματικοί για να επισημάνουν την αποφασιστική συμβολή της γνώσης της ελληνικής γλώσσας στην επιστημονική επιτυχία των ειδικοτήτων τους.
Η αντίληψη ότι η γλώσσα αποτελεί απλό όργανο επικοινωνίας, αντί για φορέα Πολιτισμού και Δημιουργίας, ότι η γλωσσική συρρίκνωση θα μπορούσε να συμβαδίζει με τη δημοκρατική ισότητα αποτελούν μοιραία λάθη υπονόμευσης της αποστολής της ελληνικής γλώσσας και στην ελληνική κοινωνία και στον κόσμο.
Ο Γ. Σεφέρης μιλάει σκληρά για αυτές τις αντιλήψεις και την αδιαφορία προς τη γλώσσα και τα θλιβερά επακόλουθά τους: « […] όλα γίνουνται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν ένα φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει. Ισως, ποιος ξέρει, οι “απωθήσεις” που προκάλεσε μια δασκαλοκρατία πολλών αιώνων έπρεπε να καταλήξουν στις σημερινές μας νευρώσεις. Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια αν θα γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το τραγικό ζήτημα είναι αν θα γράφουμε, ή όχι, ελληνικά·ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνουνται σα να προτιμούμε το εσπεράντο, σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας» (Δοκιμές Α, 321-2).
Η γλώσσα, λοιπόν, δεν είναι ένα απλό εργαλείο. Η εργαλειακή αντίληψη της γλώσσας είναι μια στρεβλωτική και μειωτική αντίληψη. Η γλώσσα είναι ο πολιτισμός, η ιστορία, η ταυτότητά μας. Πρέπει να ξέρει κανείς γλωσσικά από πού έρχεται, πού πηγαίνει και τι έχει (να) προσφέρει.
Κάθε γλώσσα δεν είναι άλλες λέξεις για τα ίδια πράγματα. Είναι ο τρόπος που κάθε λαός συλλαμβάνει, επεξεργάζεται και εκφράζει τον κόσμο ─ είναι μια άλλη «ταξινομία τού κόσμου», όπως έχει πει ο Ferdinand de Saussure.
Ο σπουδαίος σύγχρονος Έλληνας γλωσσολόγος, ο καθηγητής και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γ. Μπαμπινιώτης, χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα γίγαντα και αναφέρει ότι κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής γλώσσας είναι η τριαδικότητα: γλώσσα-νους-κόσμος. Αυτή καθορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη και την ξεχωρίζει από όλες τις άλλες μορφές του ζωικού κόσμου. Η γλώσσα συντελεί στην πραγματοποίηση αυτής της ποιοτικής κατάστασης: «Χωρίς την ενέργεια, δηλαδή το ρήμα, δεν υφίσταται λόγος. Χωρίς την πηγή της ενέργειας, δηλαδή το υποκείμενο τού ρήματος, δεν μπορεί να τεθεί σε ενέργεια, να λειτουργήσει το ρήμα. Χωρίς τον αποδέκτη της ενέργειας, δηλαδή το αντικείμενο, δεν ολοκληρώνεται η ενέργεια, μένει λειψή. Αυτή είναι η τριαδικότητα της ενέργειας».
Ο Γ. Σεφέρης και ο Ο. Ελύτης για την ελληνική γλώσσα
Θα κλείσω με τα λόγια των μεγάλων μας ποιητών, που πάντα μπορούν να αποδώσουν ─και αποδίδουν─ καλύτερα από μένα, αντί για μένα, τα ουσιαστικότερα νοήματα και τα χρησιμότερα μηνύματα.
Και οι δύο κορυφαίοι Έλληνες ποιητές, βραβευμένοι με Νόμπελ, έκριναν αναγκαίο στην ομιλία τους κατά την τελετή απονομής του βραβείου να μιλήσουν αναφερόμενοι ─και οι δύο─ στην ελληνική γλώσσα.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, το 1979, θα πει μεταξύ άλλων: «Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην Τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα […] Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικοπνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω, όχι διόλου για να υπερηφανευθώ, αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μια Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. — χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας […] Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Nα τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση». Και στο εμβληματικό του έργο, το «Άξιον Εστί» θα γράψει :
Τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική.
Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα Δόξα Σοι!
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!”
Ο Γιώργος Σεφέρης, τιμώμενος με Νόμπελ το 1963, στη σχετική, εξαιρετικά σημαντική ομιλία του στην Σουηδική Ακαδημία θα πει: «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: “Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα” λέει ο Ηράκλειτος· “ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν” […] Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου (σ.σ. ο στρατηγός Μακρυγιάννης), των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: “…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…”. Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος· είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση […] Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται. Όταν, στο δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
Η ελληνική γλώσσα, λοιπόν, αυτό το νήμα που μας κρατάει και μας φέρνει μέχρις εδώ από τον κόσμο του Μύθου στον κόσμο της Τεχνητής Νοημοσύνης και των Δικτύων, αυτή η σχεδία της Ανθρωπότητας και του Φωτός, μας καλεί να κωπηλατήσουμε στις θέσεις των πνευματικών μας Πατέρων.
Δεν μπορούμε, παρά να πιάσουμε τα κουπιά με πίστη και ευθύνη και να συνεχίσουμε…
Ελεύθεριος Τζιόλας
Θεσσαλονίκη, Μάϊος 2020