Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926. Ο πατέρας του, ο δικηγόρος και πολιτικός Ιωσήφ Κούνδουρος (1885-1942), κρητικός από ατέλειωτες γενιές, δεν ανέχονταν ο γιος του να πολιτογραφηθεί Αθηναίος. Τον μετέφερε στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου, στις 15 Δεκεμβρίου 1926.
Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία αποφοίτησε το 1948. Την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε στη Μακρόνησο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του.
Μετά την αποφυλάκισή του αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τον κινηματογράφο και το 1954 σκηνοθέτησε την ταινία «Μαγική πόλις», με την οποία επιβλήθηκε αμέσως ως ένας ταλαντούχος και πρωτότυπος σκηνοθέτης. Η «Μαγική Πόλη» είναι μία από τις ταινίες ορόσημο του ελληνικού κινηματογράφου. Ένα νεορεαλιστικό δράμα που αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του ρεύματος του νεορεαλισμού στην Ελλάδα. Αποτέλεσε ένα εκπληκτικό ντεμπούτο για τον Κούνδουρο, αφού η ταινία αυτή τελικά εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 1954, με τον αγγλικό τίτλο «Magic City». Σύμφωνα με τον Νίκο Κούνδουρο την ταινία εμπνεύστηκε εν μέρει από τον Θανάση Βέγγο, και συγκεκριμένα από την φτώχεια που μάστιζε μεγάλος μέρος της ελληνικής κοινωνίας της μετεμφυλιακής Ελλάδας. «Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του Βέγγου στο Φάληρο… Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου. Τότε, είπα: “Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω…”. Και το έκανα, πιστεύω!» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Με το νεορεαλιστικό της ύφος, προαναγγέλλει την επόμενη ταινία του με τίτλο «Ο δράκος» (1956), η οποία μέχρι και σήμερα παραμένει μία από τις πιο σημαντικές δημιουργίες του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι η ταινία που καθιερώνει τον Νίκο Κούνδουρο. Βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, και με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η πρωτότυπη αυτή ταινία για τα ελληνικά δεδομένα, θεωρήθηκε αποτυχία όταν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1956, ενώ αντιμετώπισε και την επιθετικότητα μεγάλης μερίδας του Τύπου, με εφημερίδες να ζητούν μάλιστα την παρέμβαση του εισαγγελέα. Σήμερα, «Ο Δράκος» αναγνωρίζεται ως μία από τις πιο σημαντικές ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που συνδυάζει στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το Φιλμ νουάρ. Επίσης χαρακτηρίστηκε ως η καλύτερη ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’50.
Ο ήρωάς του, ένας απλός υπαλληλάκος που η ομοιότητά του με έναν επικίνδυνο καταζητούμενο της αστυνομίας τον σπρώχνει στο να ζήσει μία σύντομη, αλλά έντονη εμπειρία, εκφράζει τη μοναξιά και την αποξένωση του μικροαστού σε μία καταπιεστική, χωρίς κανένα διέξοδο, κοινωνία, που ο σκηνοθέτης καταγράφει με ένα στυλ που ισορροπεί με επιτυχία τα νεορεαλιστικά στοιχεία με εκείνα του εξπρεσιονισμού.
Με τις δύο αυτές ταινίες του ο Κούνδουρος είναι ο πρώτος έλληνας σκηνοθέτης που «μπολιάζει τον κινηματογράφο με την εικαστική αντίληψη του πλάνου», όπως επισημαίνει ο συγγραφέας Γιάννης Σολδάτος και σηματοδοτεί την έναρξη της καλλιτεχνικής ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου.
Συνολικά ο σπουδαίος κινηματογραφιστής σκηνοθέτησε μόλις 12 ταινίες στην πολυετή καριέρα του που όμως όλες άφησαν εποχή. Προσέγγισε την ελληνική πραγματικότητα, όπως κανείς άλλος, ενώ δεν δίστασε να μιλήσει για τα πραγματικά προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αλλά και για ιστορικά γεγονότα, πάντα μέσα από την μοναδική εικαστική του ματιά.
Το 1958 η ταινία «Οι παράνομοι», που περιγράφει τη φυγή μιας ομάδας ανταρτών στο τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σε
σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή του Νίκου Κούνδουρου, και φυσικά μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, η δραματική αυτή ταινία αφορά τρεις φυγόδικους, με πρωταγωνιστές τον Τίτο Βανδή, τον Πέτρο Φυσσούν και τον Ανέστη Βλάχο. Λόγω μιας σκηνής, όπου ένας από τους «παράνομους» σκοτώνεται από χωροφύλακες, η ταινία λογοκρίθηκε, ενώ όταν ο Κούνδουρος αρνήθηκε να την αφαιρέσει, η ταινία απαγορεύτηκε μία μόλις εβδομάδα μετά την κυκλοφορία της. Τελικά, η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1959, όπου έλαβε διθυραμβικές κριτικές, ενώ την επόμενη χρονιά προβλήθηκε από το BBC.
Το 1959 γυρίζει την τέταρτη ταινία του «Στο Ποτάμι», Σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη και του Αντώνη Σαμαράκη, η ταινία αφηγείται τέσσερις ιστορίες με επίκεντρο ένα ποτάμι των βόρειων συνόρων της χώρας, το οποίο αποτελεί μία αλληγορία αλληγορία πάνω στο όνειρο και την απραγματοποίητη επιθυμία, αλλά και μία καταγγελία τού πολέμου και της παράλογης καταστροφής. Η προσπάθειά του, όμως, να αφηγηθεί τις ιστορίες του αυτές με ένα παράλληλο μοντάζ αντιμετωπίζει την αντίδραση του αμερικανού συμπαραγωγού του, που επεμβαίνει και ξαναμοντάρει την ταινία σύμφωνα με τις δικές του απαιτήσεις, καταστρέφοντας έτσι την αρχική σύλληψη του σκηνοθέτη. Για «Το ποτάμι», ο Νίκος Κούνδουρος τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1959.
Το 1963 υπογράφει τις «Μικρές Αφροδίτες» . Το σενάριο, βασισμένο στο «Δάφνις και Χλόη» του αρχαίου συγγραφέα Λόγγου και στα «Ειδύλλια» του Θεοκρίτου, υπογράφουν οι Βασίλης Βασιλικός και Κώστας Σφήκας, ενώ η μουσική είναι του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου. Με ελάχιστο προυπολογισμό, η ταινία αυτή ήταν που βοήθησε τον Κούνδουρο επαγγελματικά, αλλά και οικονομικά. Τον ίδιο χρόνο, η ταινία κατακτά το βραβείο σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής και κριτικών στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Το 1967 γυρίζει την τολμηρή ταινία «Πρόσωπο της Μέδουσας», Ίσως η πιο τολμηρή ταινία του, η οποία έμεινε ημιτελής λόγω της αναχώρησης του Κούνδουρου από την Ελλάδα, την επομένη του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Αργότερα, η ταινία ολοκληρώθηκε στην Ιταλία και παρουσιάστηκε με τον τίτλο «Vortex». Με την ταινία αυτή, ο Κούνδουρος αντιπροσώπευσε τον ελληνικό κινηματογράφο στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1967.
Μετά την πτώση της δικτατορίας και την επιστροφή του στην Ελλάδα, υπογράφει το μουσικοπολιτικό ντοκιμαντέρ «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» (1975) για την πτώση της χούντας και με αφορμή δύο πολύ σημαντικές συναυλίες, αυτής με το
Μίκη Θεοδωράκη στο Καραϊσκάκη και αυτής με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, καθώς και άλλες μαζικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς για την πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου. Για την ταινία αυτή, ο Νίκος Κούνδουρος είχε πει: «Το μόνο ντοκιμαντέρ που έχω φτιάξει, μια ταινία συντεθειμένη από φωνές και αιτήματα όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους δρόμους της Αθήνας αμέσως μετά την παλινόρθωση της Δημοκρατίας. Μια ταινία ωδή στη λευτεριά».
Ττο 1978 το «1922», μία ταινία με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, Το «1922» είναι μία ιστορική και δραματική ταινία παραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Η αρχική πηγή του σεναρίου βασίστηκε στο μυθιστόρημα-αυτοβιογραφία του Ηλία Βενέζη, με τίτλο «Το Νούμερο 31328», με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Για την ταινία αυτή, ο Νίκος Κούνδουρος τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1978, ενώ η ίδια ταινία απέσπασε εννέα βραβεία στο Φεστιβάλ. Το 1982 η ίδια ταινία απέσπασε τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κέιπ Τάουν.
Η ενασχόλησή του με θέματα της ελληνικής ιστορίας συνεχίζεται και στις δύο επόμενες ταινίες του: Το «Μπορντέλο» (1984) αφηγείται την ιστορία της Ρόζας Βοναπάρτη (της περιβόητης «Μαντάμ Ορντάνς» του Αλέξη Ζορμπά) και των «κοριτσιών» της, στην Κρήτη την περίοδο του αγώνα για την απελευθέρωσή της και ο «Μπάιρον: Μπαλάντα για έναν δαίμονα» (1992) εκτυλίσσεται στο επαναστατημένο Μεσολόγγι του 1824, όταν καταφθάνει εκεί ο Λόρδος Βύρων.
Το 1998 παρουσιάζει την ταινία «Οι Φωτογράφοι», μία σύγχρονη αφήγηση της τραγωδίας του Σοφοκλή «Αντιγόνη» και το 2012 την τελευταία του δημιουργία «Ένα πλοίο για την Παλαιστίνη», μία ταινία πολιτική και επίκαιρη, αγγλικής παραγωγής, σε δικό του σενάριο. Είχε, επίσης, σκηνοθετήσει τα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ: «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Αντιγόνη» και «Ελληνιστί Κύπρος».
Το 1998 εκδόθηκε το βιβλίο του «Stop Carré», με μακέτες, σχέδια και φωτογραφίες από τα πρόσωπα, τα σκηνικά και τα κοστούμια των ταινιών του. Το 2009 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Ονειρεύτηκα πως πέθανα».
Ο Νίκος Κούνδουρος πέθανε στην Αθήνα στις 22 Φεβρουαρίου 2017, σε ηλικία 90 ετών.
άφησε πίσω του ένα πλούσιο κινηματογραφικό έργο, μέσα από 12 εμβληματικές ταινίες που κέρδισαν διεθνείς και εγχώριες διακρίσεις.
Λίγα λόγια για τη ζωή του σπουδαίου κινηματογραφιστή
Γιος του Ιωσήφ Κούνδουρου (δικηγόρος και πολιτικός στην κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου), ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου, πριν από 94 χρόνια. Οι γονείς του δεν ήθελαν να πολιτογραφηθεί Αθηναίος και έτσι τον μετέφεραν στην Κρήτη, ώστε να καταχωρηθεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου.
Φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία και αποφοίτησε το 1948, σπουδάζοντας ζωγραφική και γλυπτική. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε οργανωθεί στον ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και πήρε μέρος στα Δεκεμβριανά, στον λόχο σπουδαστών «Λόρδος Βύρων», ενώ μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρόνησο λόγω των φρονημάτων του. Στην ηλικία των 28 ετών αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.
Στην Μακρόνησο γνώρισε και τον Θανάση Βέγγο, και έτσι ξεκίνησε μία φιλία που κράτησε για πολλές δεκαετίες. Μάλιστα, ο Νίκος Κούνδουρος ήταν εκείνος που ξεχώρισε το υποκριτικό ταλέντο του, και κάπως έτσι ο Θανάσης Βέγγος ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, με τον πρώτο ρόλο του να είναι στην «Μαγική Πόλη», την πρώτη ταινία του Κούνδουρου.
Οι 12 ταινίες που σκηνοθέτησε στην καριέρα του ο Νίκος Κούνδουρος
Ο σπουδαίος κινηματογραφιστής σκηνοθέτησε μόλις 12 ταινίες στην πολυετή καριέρα του -όλες όμως άφησαν εποχή. Προσέγγισε την ελληνική πραγματικότητα, όπως κανείς άλλος, ενώ δεν δίστασε να μιλήσει για τα πραγματικά προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αλλά και για ιστορικά γεγονότα, πάντα μέσα από την μοναδική εικαστική του ματιά.
Μαγική Πόλη (1954)
Ο Δράκος (1956)
Το ποτάμι (1959) 
Μικρές Αφροδίτες (1963)
Το σενάριο, βασισμένο στο «Δάφνις και Χλόη» του αρχαίου συγγραφέα Λόγγου και στα «Ειδύλλια» του Θεοκρίτου, υπογράφουν οι Βασίλης Βασιλικός και Κώστας Σφήκας, ενώ η μουσική είναι του συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου. Με ελάχιστο μπάτζετ, η ταινία αυτή ήταν που «ανέβασε» τον Κούνδουρο επαγγελματικά, αλλά και οικονομικά. Σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, οι «Μικρές Αφροδίτες επιδίωκαν να ενηλικιώσουν ερωτικά τον ελληνικό κινηματογράφο». Με την ταινία αυτή, ο Κούνδουρος τιμήθηκε με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου του 1982.
Vortex / Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967)
Ίσως η πιο τολμηρή ταινία του, το «Πρόσωπο της Μέδουσας» αρχικά είχε μείνει ημιτελής, αφού ο Κούνδουρος είχε αναχωρήσει από την Ελλάδα, την επομένη ημέρα μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών. Τελικά, η ταινία ολοκληρώθηκε στην Ιταλία και κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Vortex». Με την ταινία αυτή, ο Κούνδουρος αντιπροσώπευσε τον ελληνικό κινηματογράφο στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1967.
Τα Τραγούδια της Φωτιάς (1974)
1922 (1978) 
Το «1922» είναι ελληνική ιστορική, δραματική ταινία σε παραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Η αρχική πηγή του σεναρίου βασίστηκε στο μυθιστόρημα-αυτοβιογραφία του Ηλία Βενέζη, με τίτλο «Το Νούμερο 31328», με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Για την ταινία αυτή, ο Νίκος Κούνδουρος τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1978, ενώ η ίδια ταινία απέσπασε εννέα βραβεία στο Φεστιβάλ. Το 1982 η ίδια ταινία απέσπασε τα βραβεία καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κέιπ Τάουν.
Μπορντέλο (1985)
Μπορντέλο, Νίκος Κούνδουρος, Πηγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Το Μπορντέλο είχε ως θέμα την εποχή της επαναστατημένης Κρήτης του 1897, όταν οι Έλληνες έχουν κερδίσει την ελευθερία τους πολεμώντας ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία. Ο ίδιος ο Κούνδουρος είχε πει για την ταινία: «Το «Μπορντέλο», που ήθελα να είναι μια ταινία προκλητική -το λέει κι ο τίτλος άλλωστε-, αντανακλά τη γνώση μιας εποχής, που δεν έβαλε τίποτα στη θέση της. Αυτό που με εμπνέει και με ωθεί σήμερα είναι ότι κι εγώ, μεγαλωμένος πια, τρέφομαι από μνήμες. […] Η ταινία βέβαια παρεξηγήθηκε γιατί ήταν και σατιρική με την έννοια του σαρδόνιου, ενός θανατηφόρου σαρκασμού. Δεν είναι μια εικόνα πικρή, μια εικόνα απογοητευμένη, όπως νόμιζαν κάμποσοι. Ίσα–ίσα, υπάρχει ένα επικό στοιχείο και μέσα στη θλίψη και μέσα στον εκφυλισμό των πραγμάτων. Πρόκειται δηλαδή για το επικό στοιχείο του Έλληνα και των πραγμάτων».
Η ταινία προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο 26ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1985 και απέσπασε τρία Κρατικά Βραβεία Ποιότητας ΥΠΠΟ.
Μπάυρον, Η Μπαλάντα ενός Δαιμονισμένου (1992) 
Βασισμένη σε σενάριο του ιδίου και του Φώτη Κωνσταντινίδη, η ταινία αυτή αποτέλεσε ουσιαστικά αφορμή για στοχασμό σε μια ποικιλία προτάσεων φιλοσοφικού και υπαρξιακού περιεχομένου. Καταγράφει τις τελευταίες μέρες του ποιητή και αντιφατικού διανοούμενου Λόρδου Βύρωνα, μέσα στον πυρετό της Επανάστασης. Θεωρείται η σημαντικότερη ταινία του Νίκου Κούνδουρου και για μια από τις κορυφαίες του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία συμμετείχε στο 33ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1992 και απέσπασε πολλά βραβεία και διακρίσεις.
Οι φωτογράφοι (1998) 
Ο Νίκος Κούνδουρος αντλεί για ακόμη μια φορά έμπνευση από την ελληνική ιστορία, αυτή τη φορά για μία σύγχρονη αφήγηση της τραγωδίας του Σοφοκλή, «Αντιγόνη». Η ταινία αυτή παραμένει πιστή στην αντιπαράθεση της «τυφλής» εξουσίας με την «ηθική», του αρχικού μύθου. Μία ταινία-αναφορά στην ανθρώπινη συνείδηση και στο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής στη ζωή και το θάνατο. Στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας.
Ένα Πλοίο για την Παλαιστίνη (2011) 
Η τελευταία ταινία που γύρισε στη ζωή του ο Νίκος Κούνδουρος ήταν το «Πλοίο», με πρωταγωνιστές τους Θεοδόση Ζαννή, Εύα Ψυλλάκη, Μανώλη Παπαδάκη, Γιώργος Κοψιδά, Ιερώνυμος Καλετσάνο, Δέσποινα Μορίου. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα, ενώ η ταινία διαδραματίζεται σε ένα μικρό ελληνικό λιμάνι στον Νότο της Πελοποννήσου, όπου μια ομάδα Παλαιστινίων επιδιώκουν την κατάληψη ενός πλοίου που μεταφέρει πολεμικό υλικό στο λιμάνι τις Χάιφα. Μπορεί να μην είναι η πιο επιτυχημένη ταινία του, έμεινε όμως στην ιστορία ως η τελευταία ταινία του σπουδαίου σκηνοθέτη, που άλλαξε για πάντα τον ελληνικό κινηματογράφο.
Ο Νίκος Κούνδουρος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών, την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017 σε ηλικία 91 ετών, μετά από νοσηλεία του στο νοσοκομείο για αναπνευστικά προβλήματα.