Mία μεγάλη καλλιτέχνης της Γαλλίας, η ηθοποιός και τραγουδίστρια Ζιλιέτ Γκρεκό, έσβησε την Τετάρτη, 23 Σεπτεμβρίου 2020, περιστοιχισμένη από τους δικούς της ανθρώπους στο πολυαγαπημένο σπίτι της, στο Ραματουέλ. Με μία ζωή που ήταν έξω από τα συνηθισμένα, ήταν η γυναίκα που ενσάρκωσε την ελευθερία, τον επαναστατικό αισθησιασμό και την απελευθέρωση του πνεύματος.
Η Γκρεκό γεννήθηκε το 1927. Ο πατέρας της ήταν αστυνομικός από την Κορσική, η μητέρα της από το Μπορντό. Μετά το διαζύγιο των γονιών της μεγάλωσε με τη μητέρα και τους παππούδες της, αρχικά στο Μπορντό και κατόπιν στο Παρίσι.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, η 16χρονη τότε Ζιλιέτ συνελήφθη από την Γκεστάπο και βασανίστηκε. Η μητέρα και η μεγαλύτερη αδελφή της, που συμμετείχαν στη γαλλική αντίσταση, εκτοπίστηκαν στο Ράβεσνμπρουκ αλλά η Ζιλιέτ, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, αφέθηκε ελεύθερη.
Στη συνέχεια άρχισε να παίζει σε κλαμπ και καφέ. Η αγαπημένη κυρία του γαλλικού τραγουδιού έγινε διάσημη ερμηνεύοντας τραγούδια του Λεό Φερέ, του Ζακ Πρεβέρ και του Σερζ Γκενσμπούρ, για να ακολουθήσει μια καριέρα που διήρκεσε οκτώ δεκαετίες.
Και έγινε μούσα Γάλλων φιλοσόφων και ποιητών της μεταπολεμικής γενιάς, ιέρεια του υπαρξισμού και δημιουργικό εφαλτήριο για πολλούς καλλιτέχνες. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ είχε πει για εκείνη: «Η Γκρεκό έχει εκατομμύρια ποιήματα στη φωνή της».
Ως ηθοποιός είχε συνεργαστεί με μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Ζαν Κοκτώ, ο Όρσον Γουέλς, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Άβα Γκάρντνερ. Ορισμένα από τα όμορφα τραγούδια της είναι τα εξής «Je jouais sous un banc», «Amsterdam», «Tard», «La javanaise» και «Couvre-feu». Ο Κενό και ο Σαρτρ υπέγραψαν τις πρώτες επιτυχίες της: «Si tu t’imagines» και «La Rue des Blancs-Manteaux».
Είχε συνεργαστεί κατά τη δεκαετία του ΄60 με το Γιάννη Σπανό , και είχε τραγουδήσει για τελευταία φορά στην Ελλάδα το 2015, όταν σε ηλικία 88 ετών έκανε την παγκόσμια αποχαιρετιστήρια περιοδεία της με τίτλο «Merci» και επέλεξε για πρώτο σταθμό την Αθήνα.
Ο Γιάννης Σπανός έχει αναφερθεί στα χρόνια που έζησε στο Παρίσι. Εκείνα τα 15 χρόνια που δούλευε ως ακομπανιατέρ τροβαδούρων της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, δίπλα στην Κόρα Βοκέρ για αρχή, έπειτα με τον πολυσχιδή Σερζ Γκενσμπούργκ κ.ά. Αλλά και τα δημιουργικά χρόνια με την επιστροφή του στην Ελλάδα. Ομως, όταν στις συνεντεύξεις «σκάλιζες» τις αναμνήσεις του, σου τις έλεγε βιαστικά, σχεδόν με συστολή και αμηχανία.
Ο Γιάννης Σπανός τελειώνοντας το γυμνάσιο, ταξίδεψε στο εξωτερικό με παρότρυνση του πατέρα του, οδοντιάτρου στο Κιάτο. Το Παρίσι ξεμυάλισε τον 20χρονο νεαρό. Παρ’ όλα αυτά, «του έκανα το χατίρι να περάσω στη Νομική», αλλά η αριστερή όχθη του Σηκουάνα ήταν ξελογιάστρα για έναν ταλαντούχο μουσικό. «Δούλευα ως ακομπανιατέρ και λάτρεψα τις μπουάτ της αριστερής όχθης, διδάχθηκα την απλότητα των μεγάλων, είδα πώς σέβονταν ένα ταλέντο». Ο Σερζ Ρετζιανί και η Μπαρμπαρά έγιναν φίλοι του. «Στη Γαλλία ήμασταν όλοι πολύ κοντά». Η Ζιλιέτ Γκρεκό ηχογράφησε 20 τραγούδια του, η Πία Κολόμπο, ο Μπρασένς, «η Μπριζίτ Μπαρντό, που επίσης είπε τέσσερα, ήταν διαφορετικοί άνθρωποι. Αυτό το τουπέ που βλέπω σήμερα δεν το καταλαβαίνω. Θυμάμαι ένα τραπέζι στο σπίτι της Γκρεκό, που ήταν δίπλα μου η Φρανσουάζ Σαγκάν και ο Μισέλ Πικολί και δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ με τα πιρούνια. Επαρχιώτης πάντα. Ακόμη γελάω».
Η Ελλάδα τον κέρδισε σιγά σιγά. «Είχα πάντα μαζί μου τον δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι “Πασχαλιές από τη νεκρή γη”. Οταν άρχισα τα καλοκαίρια να γράφω δίσκους εδώ, ξεκίνησα στον δρόμο του “Νέου κύματος”. Εγώ, ο Μαυρουδής, ο Ζωγράφος και άλλοι είμαστε κάτω από τη σκιά των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου. Ετσι πρωτογράφτηκαν το “Μια φορά θυμάμαι” που είπε η Αρλέτα, το “Μια αγάπη για το καλοκαίρι” με τον Γ. Παπαστεφάνου». Ηταν ακόμη τα χρόνια που ο Παπαστεφάνου υπέγραφε τους στίχους του ως “Στεφάνου”».
Ο Γιάννης Σπανός έγραψε και ωραία λαϊκά τραγούδια. «Η λαϊκή μου πλευρά βγήκε στην επιφάνεια μετά το “νέο κύμα”, όταν γνώρισα τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Έτσι συνεργάστηκα με τον Μπιθικώτση, τη Μοσχολιού, τον Κόκοτα, ήμουν γενικά πολύ τυχερός». Από ένα στοίχημα ξεκίνησε, όταν ο «πρόεδρος» τον πείραξε αν μπορούσε να γράψει λαϊκά τραγούδια. Να πώς γεννήθηκε το «Μια Κυριακή, ποιος το περίμενε πως θα’ ναι Κυριακή», των δυο τους, που τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Κι έπειτα το «Σαββατόβραδο», «Τα χέρια», «Διώξτε τον τρελό», «Δεν το μπορείς» με τις φωνές της Βίκυς Μοσχολιού και του Σταμάτη Κόκοτα, οι «Κυριακές στην Κατερίνη» με τη Χαρούλα Αλεξίου, η λογοκριμένη στιβαρή «Αλάνα» που τραγούδησε, εντέλει, στο τέλος της δεκαετίας του ’70 ο Γιώργος Νταλάρας, το «Επειδή σ’ αγαπώ» ο Μανώλης Μητσιάς, και πόσα ακόμη.
«Η εποχή μας είναι άμουση, με έντονη δόση τεχνολογίας» είχε πει, εξαιρώντας, τους Μαχαιρίτσα, Κατσιμιχαίους, Θαλασσινό, που άλλαξαν τον ήχο της δεκαετίας του ’80. «Σήμερα δεν χρειάζεται ταλέντο για να γράψεις ένα τραγούδι, αλλά ικανότητα να θυμίζεις το προηγούμενο». Θεωρούσε ότι το ελληνικό τραγούδι «είναι σε αδιέξοδο». «Λείπουν οι εταιρείες και κυρίως οι εμπνευσμένοι παραγωγοί . Ήμουν τυχερός που συνεργάστηκα και με τους δύο».