Το αληθινό όνομα του M. Kαραγάτση ήταν Δημήτρης Pοδόπουλος. Είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της περίφημης «γενιάς του ’30» και γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1908 στο κέντρο της Aθήνας, σε ένα γωνιακό σπίτι στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους ‘αρμοδίους’, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα και σύ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά».
«… Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην ‘γυναίκα των ονείρων μου’.
Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω…αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά… Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών…» έχει γράψει ο ίδιος.
Πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει Νομικά τα οποία -για οικονομικούς λόγους- από τον επόμενο χρόνο, θα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών.
«… Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, Άγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…»
Το 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Nέας Eστίας με το αυτοβιογραφικό διήγημα «Kυρία Nίτσα» (όπου αφηγείται τον έρωτα του για την εικοσάχρονη δασκάλα του), το οποίο θα αποσπάσει έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού («Oι θεότητες του Kοτύλου», εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό -που απέσπασε τις ευμενείς κρίσεις του Γρηγορίου Ξενόπουλου- ξεκινάει τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη «Nέα Eστία», δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις.
Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933).
Το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του «Η χίμαιρα», ένα εξαιρετικό, λεπτομερές ψυχογράφημα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα. Στο μυθιστόρημα αυτό, που κλείνει τη γνωστή τριλογία «Γιούγκερμαν – Λιάπκιν – Χίμαιρα», ο Καραγάτσης «μελετάει ενδελεχώς τη δυνατότητα προσαρμογής των ξένων στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και την αμφιθυμία των Ελλήνων απέναντι στη Δύση.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής το σπίτι του επί της οδού Σπάρτης στην πλατεία Αμερικής γίνεται σημείο κάθε Παρασκευή συνάντησης των λογοτεχνών – Εμπειρίκος (τους δύο άνδρες συνέδεε βαθιά φιλία), Ελύτης, Εγγονόπουλος, Βενέζης, Κατσίμπαλης, Λουντέμης, ήταν όλοι εκεί. Από το 1946 αναλαμβάνει τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή. Υπήρξε αυστηρός, ενίοτε και καυστικός θεατρικός κριτικός.
Το 1946 πεθαίνει και η μητέρα του, στην οποία αφιερώνει το μυθιστόρημά του «Ο μεγάλος ύπνος» που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά. Το 1949 βρίσκεται ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, ενώ ο εμφύλιος πήγαινε προς το τέλος του. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο. Το 1958 το μοιραίο έτος της ζωής του συνυπογράφει «Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων» μαζί με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Ο Καραγάτσης πεθαίνει το 1960 και κηδεύεται την ίδια μέρα. Στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Ο Χρήστος Χωμενίδης γράφει για τον Μ. Καραγάτση
Ο καλός λογοτέχνης μας παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης.»
Έτσι δηλώνει ο Μ. Καραγάτσης σε μια από τις ελάχιστες – αν όχι την μοναδική ηχογραφήση που έκανε για το ραδιόφωνο. Η φωνή του, αρρενωπή και κρυστάλλινη, το ύφος του παιγνιώδες και προκλητικό. Δεν φοβόταν ούτε φειδόταν ο Καραγάτσης τις προκλήσεις. Το σχεδίασμα της αυτοβιογραφίας του καταλήγει ως εξής: «…Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο….».
Εάν ενδιαφέρεται κανείς να καταλάβει πώς λειτουργούσε η Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο –πως λειτουργεί ακόμα και στις μέρες μας-, δεν έχει παρά να διαβάσει την τριλογία του Καραγάτση «Εγκλιματισμός κάτω απ’τον Φοίβο», η οποία ξεκινάει με τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», συνεχίζεται με την «Μεγάλη Χίμαιρα» και ολοκληρώνεται με τον «Γιούγκερμαν».
Μπορεί οι εγκωμιαστικές νεκρολογίες που δημοσιεύθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου 1960 στις εφημερίδες εκ πρώτης όψεως να διέψευδαν την πρόβλεψή του. Δεν θα ένοιωσε ωστόσο –λέτε- λίγη χαιρεκακία για τον θάνατό του ο «πνευματικός» εκείνος «άνθρωπος» τον οποίον ο Καραγάτσης είχε πετύχει σε έναν κινηματογράφο και τον είχε πλακώσει στο ξύλο, εν μέρει επειδή βυσσοδομούσε συστηματικά εναντίον του –όπως και εναντίον του Σικελιανού και του Καζαντζάκη-, εν μέρει επειδή είχε καταφέρει να ξεπλύνει στο πι και φι την επί Κατοχής φιλογερμανική του στάση; Δεν θα ανέπνευσαν ανακουφισμένοι όλοι εκείνοι οι ηθοποιοί και σκηνοθέτες που διάβαζαν τις βιτριολικές θεατρικές του κριτικές; (Άλλοτε θαυμαστά εύστοχος και διεισδυτικός ως αποτιμητής παραστάσεων, κάποτε άστοχος, ο Καραγάτσης σίγουρα πάντως δεν υποκλινόταν σε «ιερά τέρατα» και σε καλλιτεχνικά κατεστημένα…) Δεν θα απελευθερώθηκαν από το βάρος του ταλέντου του ως μέτρου σύγκρισης οι συνάδελφοι του πεζογράφοι;
Εκείνο το ταλέντο, που μετουσιώθηκε σε έργο, αποτελούσε μάλλον την κύρια αιτία των μομφών εναντίον του. Πρώτος και μοναδικός ανάμεσα στους συγγραφείς της γενιάς του και των προηγούμενων –με την εξαίρεση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη- ο Καραγάτσης κατόρθωσε να συλλάβει και να αποδώσει μυθιστορηματικά την όλη ελληνική κοινωνία. Με οξυδέρκεια και γλαφυρότητα σχεδόν ανεπανάληπτη. Δίχως ωραιοποίησεις και αγκυλώσεις, ιδεολογικές ή συναισθηματικές.
Εάν ενδιαφέρεται κανείς να καταλάβει πώς λειτουργούσε η Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο –πως λειτουργεί ακόμα και στις μέρες μας-, δεν έχει παρά να διαβάσει την τριλογία του Καραγάτση «Εγκλιματισμός κάτω απ’τον Φοίβο», η οποία ξεκινάει με τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», συνεχίζεται με την «Μεγάλη Χίμαιρα» και ολοκληρώνεται με τον «Γιούγκερμαν».
Στον «Γιούγκερμαν» ειδικά, θα συναντήσει εξαιρετικά οικείες φυσιογνωμίες και φαινόμενα: Τυχοδιώκτες που εκτινάσσονται κοινωνικοοικονομικά πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Επιχειρηματίες, οι οποίοι επιδεικνύουν μια πλαστή χλιδή –πιθηκίζουν μανιωδώς ό,τι υπερπολυτελές έρχεται από τη Δύση- ενώ οι επιχειρήσεις τους βουλιάζουν, καταχρεωμένες στις τράπεζες. Ύστατη ελπίδα τους η διαπλοκή με τους δανειστές τους. Καλλιτέχνες που εκτονώνονται κανιβαλίζοντας όποιον βρεθεί στο δρόμο τους. Αναρριχόμουνα κάθε λογής. Μικροαστούς που θυσιάζουν τα ευγενέστερα αισθήματα και τα πιο αγαπημένα πρόσωπά τους στο βωμό του καθωσπρεπισμού και των μικρών τους συμφερόντων…
Ο παραπάνω ζόφος θα προξενούσε αποστροφή στον αναγνώστη, εάν δεν συνυπήρχε στις σελίδες του Καραγάτση με τη χαρά και με το πάθος της ζωής. Εάν δεν ήταν κάθε του κείμενο ποτισμένο με όλους τους ανθρώπινους χυμούς. Εάν δεν εναλλάσσονταν οι ποταπότητες των ηρώων του με χειρονομίες και με στιγμές μεγαλειώδεις στην απλότητα τους. Ο Γιούγκερμαν τρώει με την Βούλα σε ένα ταβερνείο του Πειραιά και όλα –γύρω τους και μέσα τους- φαντάζουν παραδείσια. Η Έφη Μαρκοπούλου, φίλη της μοιραίας Ντάινας, δείχνει τι πάει να πει γυναικεία απελευθέρωση, πέρα από φεμινιστικά μανιφέστα και ναρκισισμούς. Ο Μιχάλης Καραμάνος υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια τον έρωτά του με αντάλλαγμα την ολοκληρωτική καταστροφή του…
Μετά τον «Γιούγκερμαν» -που τον θεωρώ opus magnus και αποτελεί το αγαπημένο μου μυθιστόρημα- ο Καραγάτσης προχώρησε συγγραφικά επιλέγοντας την πιο ετερόκλητη θεματολογία: Στην τριλογία του για τα προεπαναστατικά χρόνια και την Ελληνική Επανάσταση, ανέτρεψε και απομυθοποίησε την παραδεδομένη εικόνα σχετικά με το 1821. Στον «Σέργιο και Βάκχο», συνέθεσε μια πικαρέσκα βιογραφία δυό ορθόδοξων αγίων ανά τους αιώνες και σκιαγράφησε παράλληλα, με τρόπο άκρως πνευματώδη, την ιστορία του Έθνους απ’το Βυζάντιο ίσαμε τις μέρες μας. Ο «Κίτρινος Φάκελος» είναι ένα ακόμα κοινωνικό ψηφιδωτό με αστυνομικό άλλοθι. Το «10» -παρθενικό στα καθ’ημάς δείγμα νεορεαλιστικής πεζογραφίας- άνοιξε το δρόμο για το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, για τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» του Μουρσελά, για τα έργα του Κουμανταρέα, του Σουρούνη και του Χαριτόπουλου.
Κατά τα πενηνταδύο χρόνια της ζωής του και τα εικοσιεπτά της συγγραφικής του δράσης, ο Καραγάτσης δεν έχασε ούτε στιγμή το κέφι και το τσαγανό του. Το πέρασμά του από τη ζωή μοιάζει σαν κάποιος να διέσχισε όμορφος, κομψός, με ένα τσιγάρο στο χέρι και με μαλλιά κάπως ανακατεμένα τη σκηνή ενός θεάτρου και να φώναξε στο κοινό: «Θέλετε μυθιστορήματα που σπαρταράνε; Θα τα έχετε! Θέλετε λογοτέχνες που να μην είναι χαρτοπόντικες, να μην μετρούν τα λόγια τους, να μην ελλίσσονται, να μην σας κολακεύουν; Θα με έχετε! Όχι όμως για πολύ…».
” To ευχαριστημένο”: Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα της Μαρίνας Καραγάτση για τα οικογενειακά της βιώματα
Πέρα από εξαιρετική διαχειρίστρια των πνευματικών δικαιωμάτων του, η Μαρίνα Καραγάτση στάθηκε ικανή ν’ αναπλάσει πειστικά τα βιώματα και τους κρυφούς συλλογισμούς του πατέρα της, τοποθετώντας τον ως ήρωα στο οικογενειακό τους σύμπαν.
Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ καμιά ωρίτσα, αλλά κι αν δεν κοιμηθώ δεν χάλασε κι ο κόσμος. Με τη θανατερή τοξικότητα της φαντασίας μου, θ’ αρχίσω να ονειρεύομαι ξύπνιος τα όνειρα που θέλω. Άραγε πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό της αγαπητής μου θυγατέρας πως ο πατέρας της δεν είναι παρά ένας δειλός φυγάς της δυσάρεστης πραγματικότητας, που αυτοχασισώνεται σαν δερβίσης τις ώρες που γράφει κι όχι μόνο τότε; Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει κατανόηση. Μοναξιά. Απέραντη μοναξιά…»
Για να μπει κανείς στο κεφάλι του Καραγάτση, να του δώσει φωνή και να εκθέσει σε κοινή θέα την εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του και τον κυκλοθυμικό του χαρακτήρα, δεν απαιτείται μόνο τόλμη, βέβαια, αλλά και αφηγηματικό ταλέντο. Το πιθανότερο είναι πως ο συγγραφέας του «Γιούγκερμαν» –ο κατά κόσμον Δημήτρης Ροδόπουλος– πίστευε ότι η αγαπημένη του θυγατέρα στερούνταν και τα δύο. Έστω και κατόπιν εορτής, όμως, εκείνη τον διέψευσε.
Η Μαρίνα Καραγάτση, η μητέρα της και ζωγράφος Νίκη Καραγάτση και η γιαγιά της Μίνα Καρυστινάκη. Ανάμεσά τους ο Δημήτρης Τάρλοου.
Πέρα από εξαιρετική διαχειρίστρια των πνευματικών δικαιωμάτων του, η Μαρίνα Καραγάτση στάθηκε ικανή ν’ αναπλάσει πειστικά τα βιώματα και τους κρυφούς συλλογισμούς του πατέρα της, τοποθετώντας τον ως ήρωα στο οικογενειακό τους σύμπαν, σ’ ένα βιβλίο που μοιάζει με σπονδυλωτό μυθιστόρημα αλλά δεν παύει να είναι σπαρταριστή και από πρώτο χέρι μαρτυρία.
Χάρη στον σύντομο μονόλογο που αναλογεί στον Καραγάτση, γινόμαστε μάρτυρες της καθημερινότητας που βίωνε η έφηβη τότε κόρη του και η στωική σύζυγός του, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, αντιμέτωπες με τις αϋπνίες που τον ταλάνιζαν, τα τεντωμένα νεύρα του, τα σεξουαλικά του παραστρατήματα και την υπεροψία που του έδινε ο δημιουργικός του οίστρος.
Το «Ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι» (Άγρα, 2008) αποτελείται από τρεις παράλληλους μονολόγους κι ένα θεατρικό μονόπρακτο, ανάμεσα στα οποία μεσολαβούν σχεδόν πέντε δεκαετίες. Στους μονολόγους δίνεται κατά σειρά βήμα στον Καραγάτση, στην ίδια τη Μαρίνα που μιλάει κυρίως για τη Λασκαρώ, την υπηρέτρια του σπιτιού, και στη γιαγιά Μίνα, την αρχόντισσα πεθερά του συγγραφέα, κι όλοι τους εκφέρονται μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950.
Όσο για το μονόπρακτο, αυτό εκτυλίσσεται την άνοιξη του 2006 στον παράδεισο, έναν παράδεισο ολόιδιο με το «αυλιδάκι» του σπιτιού της γιαγιάς στην Άνδρο. Εκεί, όπου τα πεθαμένα μέλη της οικογένειας, συμφιλιωμένα, αναπολούν το παρελθόν και σχολιάζουν την απόφαση της Μαρίνας να γράψει βιβλίο για κείνους, λίγο πριν έρθει στη συντροφιά τους και η ίδια.
Χάρη στον σύντομο μονόλογο που αναλογεί στον Καραγάτση, γινόμαστε μάρτυρες της καθημερινότητας που βίωνε η έφηβη τότε κόρη του και η στωική σύζυγός του, η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, αντιμέτωπες με τις αϋπνίες που τον ταλάνιζαν, τα τεντωμένα νεύρα του, τα σεξουαλικά του παραστρατήματα και την υπεροψία που του έδινε ο δημιουργικός του οίστρος.
Ο Καραγάτσης που ζωντανεύει εδώ, είναι πολύ εκνευρισμένος. Έχει αρχίσει να μπαφιάζει με τα τσαλίμια της «κυρίας Γιώτας» με την οποία διατηρεί δεσμό κοντά έξι χρόνια, η «παθητική αντίσταση» της γυναίκας του από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα κάθε άλλο παρά τον ανακουφίζει, κι η υποψία ότι η κόρη του τον έχει δει να κουτουπώνει βιαστικά τη Λασκαρώ, όσο να ΄ναι τον αναστατώνει.
Η Μαρίνα Καραγάτση μωρό, στα πόδια τους πατέρα της, Μ. Καραγάτση.
«Μυστήριο αυτό το κορίτσι», λέει για τη Μαρίνα. «Είναι σοβαρή, είναι του καθήκοντος, αλλά της λείπει ο ενθουσιασμός, η φαντασία… Πίσω από το απλανές βλέμμα διακρίνει κανείς την απουσία κάθε αισθήματος. Μια νέκρα, μια παγωμάρα…».
Οι «μελιστάλαχτες ηθογραφικές περιγραφές» των σχολικών της εκθέσεων τον κάνουν έξαλλο με την αφέλειά τους. Το ίδιο και ο θαυμασμός της για τον «επαρχιώτη, ψιλοαριστερό δασκαλάκο» που έφερε στο σπίτι τις προάλλες, ανύποπτη για τη μεταχείριση που θα του επιφυλασσόταν.
Ανακαλώντας όμως τις μέρες των Δεκεμβριανών, αυτός που ούτε αριστερός ούτε δεξιός δήλωνε –«εγώ είμαι ένας καλλιτέχνης»– ζώνεται από τύψεις για το ότι άφησε τα θηλυκά της οικογένειας να διακινδυνεύουν στους δρόμους για να φέρουν φαγώσιμα. Κι η ανάμνηση της μακαρίτισσας αδελφής του Ροδόπης, του στοιχειώνει το μυαλό, καθώς φοβάται μήπως και τα δικά του νεύρα τον οδηγήσουν στη μελαγχολία και την παραίτηση.
Μια αποκαλυπτική εικόνα για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο σπιτικό των Ροδόπουλων τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια είχε δώσει κι ο Μένης Κουμανταρέας στο διήγημά του «Οδός Σπάρτης 14» από τη συλλογή «Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα» (Κέδρος, 1999). Υλικό είχε αντλήσει από τη μαρτυρία μιας παλιάς δασκάλας της Μαρίνας, η οποία αδυνατούσε να διαχειριστεί το σοκ που είχε δεχτεί βλέποντας από κοντά την ανθρώπινη, τυραννική σχεδόν για τους οικείους του, πλευρά του συγγραφέα.
Ανάλογο τράνταγμα περιμένει και τον αναγνώστη του «Ευχαριστημένου», στο μέτρο τουλάχιστον που αυταπατάται ότι οι πνευματικοί άνθρωποι διαφέρουν από τους κοινούς θνητούς και ζουν αμόλυντοι από αδυναμίες και πάθη, μέσα σε γυάλινους πύργους.
Ωστόσο, το «Ευχαριστημένο» είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα πορτρέτο του πιο ερωτικού και του πιο πολυδιαβασμένου συγγραφέα της Γενιάς του ΄30 που έφερε σε αμηχανία τους καθωσπρέπει λογίους της εποχής του. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου, άλλωστε, είναι αφιερωμένο στη Λασκαρώ: τη γυναίκα που ανάθρεψε τη Μαρίνα λειτουργώντας πάντα σαν αποκούμπι της, εκείνη που την αποκαλούσε «ευχαριστημένο», αυτήν που της πρόσφερε την αγάπη που λογικά θα καρπώνονταν τα δικά της παιδιά, αν η ζωή τής είχε φερθεί πιο γενναιόδωρα. Στην ανδριώτισσα Λασκαρώ, που στάλθηκε στα δεκαετρία της ως δουλικό στην Αλεξάνδρεια, επέστρεψε στο νησί βιασμένη, παντρεύτηκε με το ζόρι έναν μισότυφλο μεσήλικα κάνοντας μαζί του δυο γιούς, και κάποια στιγμή, απηυδισμένη από τα ξυλοφορτώματα του άντρα της, «φυγαδεύτηκε» στους Ροδόπουλους στην Αθήνα, την πόλη όπου εγκλωβίστηκε μέχρι να πεθάνει εγκαταλελειμμένη απ’ όλους σε νοσοκομείο, μόνη σαν το σκυλί.
Φτάνοντας στην καρδιά του «Ευχαριστημένου», η σκυτάλη της αφήγησης περνά στη γιαγιά Μίνα, κι εμείς, από την πλατεία Αγάμων όπως λεγόταν η πλατεία Αμερικής παλιότερα, μεταφερόμαστε στην Άνδρο, στα ενδότερα ενός μεγάλου εφοπλιστικού σογιού από το οποίο καταγόταν η Νίκη Καραγάτση. Σ’ έναν κόσμο στραμμένο προς τη Δύση, με πνευματικές ανησυχίες και άφθονο χρήμα, και ταυτόχρονα, έναν κόσμο βουτηγμένο στη μεγαλοαστική υποκρισία, γεμάτο ανοιχτές πληγές
Δεκάδες πρόσωπα παρελαύνουν τώρα μπροστά μας. Πανίσχυροί ή αδέξιοι καπεταναίοι, αρχόντισσες δυναμικές αλλά στεγνές, Γαλλίδες γκουβερνάντες και δουλικά, άλλοι σφηνωμένοι στον κορσέ της κοινωνικής τους τάξης κι άλλοι έτοιμοι να τα τινάξουν όλα στον αέρα για ν’ ακολουθήσουν τον δρόμο των ενστίκτων ή της καρδιάς.
Η Μαρίνα Καραγάτση σκαλίζει οικογενειακές έριδες και μυστικά, δείχνει πώς φτιάχνονταν και πώς εξανεμίζονταν περιουσίες, ρίχνει φως στον μελαγχολικό ψυχισμό της μητέρας της αναδεικνύοντας και την καθαρή της ματιά, και, φυσικά, δεν παραλείπει να δει τον «ομορφονιό» μπαμπά της, το «Χόλιγουντ» όπως τον αποκαλούσε κι ο δικός του αυταρχικός πατέρας, με τα γυαλιά της Μίνας, της αυστηρής πεθεράς του:
«Ο γαμπρός μου -είναι κωμικοτραγικόν αλλά αυτή είναι η πραγματικότης- πιστεύει ακραδάντως ότι διαθέτει εξαιρετικά επιχειρηματικά προσόντα και ότι αν του εδίδετο η ευκαιρία θα ημπορούσε να γίνει μέγας εφοπλιστής… Προ μηνών που έλεγε ότι σκοπεύει να γράψει ένα μυθιστόρημα όπου ο ήρως είναι μέγας συγγραφεύς -έχει πάρει και το βραβείο Νομπέλ- είναι και μεγαλοβιομήχανος, είναι και μεγαλοεφοπλιστής. “Μπράβο Δημητράκη μου, πολύ ωραία η ιδέα σου” του είπα εγώ. Ας βγάλει κι αυτός ο κακομοίρης το άχτι του στα βιβλία, μήπως και ηρεμήσει, και μας αφήσει και εμάς λιγάκι στην ησυχία μας»…
Μισό αιώνα αργότερα, στο παραδεισένιο αυλιδάκι, οι ήρωες της Καραγάτση αστειεύονται, πειράζουν ο ένας τον άλλο τρυφερά, ζυγίζουν ακριβοδίκαια τα όσα τους ένωναν ή τους χώριζαν εν ζωή, προβαίνουν σε εξομολογήσεις. «Πράγματι, και καβγαδίζαμε και στενοχωρούσαμε ο ένας τον άλλο» λέει ο Καραγάτσης στη Νίκη. «Ναι. Ήμουν δύστροπος, στραβοκέφαλος, ανοικονόμητος, ανυπόφορος. Όχι όμως ψεύτης και κάλπης. Αυτό τουλάχιστον πρέπει να το παραδεχτείς…».
Η Μαρίνα Καραγάτση, κόρη του συγγραφέα Μ. Καραγάτση και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση γεννήθηκε στην Αθήνα. Με τον Νεοϋορκέζο άντρα της Φίλιππο Τάρλοου, αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Άνδρο τον Σεπτέμβριο του 1976. Ο ζωγράφος Φίλιππος Τάρλοου ήθελε να φωτογραφίσει το νησί όσο ακόμα παρέμενε αθώο, ανέγγιχτο.
Η Μαρίνα Καραγάτση φωτογραφίζει την Άνδρο του 70
«Και τελικά ο κύβος ερρίφθη. Την πήραμε την απόφαση. Και ενώ εκεί γύρω σρτα τέλη Σεπτεμβρίου του 76 οι τελευταίοι παραθεριστές αναχωρούσαν για την Αθήνα, εμείς στις ρωτήσεις τους πότε με το καλό είχαμε σκοπό να φύγουμε, απαντούσαμε με χαμόγελο γεμάτο υπερηφάνεια πως φέτος δεν επρόκειτο να πάμε πουθενά, ότι σκοπεύαμε να εγκατασταθούμε μόνιμα στην Άνδρο. ….
Μια μέρα, αντί να ετοιμαστώ να ανέβω όπως κάθε μέρα στην αγορά για ψώνια, έτρεξα και έχωσα βιαστικά τη φωτογραφική μου μηχανή στο σακίδιό μου –μια Canon αυτόματη ήταν- και αποφάσισα να κάνω μια πρώτη δοκιμή και να ξεκινήσω να φωτογραφίζω την Άνδρο συστηματικά».
Η Μαρίνα Καραγάτση φωτογραφίζει τα τέλεια μοντέλα της: τους μαγαζάτορες της αγοράς, τα πρόσωπα του νησιού αλλά και την εκθαμβωτική ομορφιά του σταχτοπράσινου σχιστόλιθου, τις εκκλησίες, τα σπίτια, τους περιστεριώνες, τις κρήνες τα αλώνια.
Στο φωτογραφικό λεύκωμα το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, «Διαδρομές στην Άνδρο του 70», η Μαρίνα Καραγάτση φωτογραφίζει τα τέλεια μοντέλα της: τους μαγαζάτορες της αγοράς, τα πρόσωπα του νησιού αλλά και την εκθαμβωτική ομορφιά του σταχτοπράσινου σχιστόλιθου, τις εκκλησίες, τα σπίτια, τους περιστεριώνες, τις κρήνες τα αλώνια.
Η Μαρίνα Καραγάτση είναι ο αυτόπτης μάρτυρας μιας ομορφιάς που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Φωτογράφισε μια Άνδρο πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Φωτογραφίζει έναν κόσμο αιώνων που έμοιαζε ασάλευτος. Έναν κόσμο εκατονταετηρίδων, ο οποίος όμως φέρνει τα σημάδια του επερχόμενου κόσμου σε συνδυασμό με τον κοσμοπολιτισμό της ναυτοσύνης, που αποτελεί τη μοναδική ιδιομορφία αυτού του νησιού.