Με την κυκλοφορία του περιοδικού «Η Εφημερίς των Κυριών», στις 8 Μαρτίου 1887, σηματοδοτείται το ξεκίνημα του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Ποια ήταν η συντακτική ομάδα; Ποιο ήταν το αναγνωστικό κοινό; Ποιο ήταν το περιεχόμενο της αρθρογραφίας του;
Η «Εφημερίς των Κυριών» εκδίδεται από γυναίκες και απευθύνεται στις γυναίκες των μεσαίων στρωμάτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και της ελληνικής διασποράς. Επικεφαλής και εκδότρια του περιοδικού ήταν η δημοσιογράφος και συγγραφέας Καλλιρρόη Παρρέν.
Η συντακτική ομάδα του περιοδικού αποτελείται από τις «γράφουσες» Ελληνίδες. Η Αγαθονίκη Αντωνιάδου, η Σαπφώ Λεοντιάς, η γιατρός Ανθή Βασιλειάδου, η Φλωρεντία Φουντουκλή, η Κρυσταλλία Χρυσοβέργη είναι μορφωμένες, γλωσσομαθείς, με ευρεία παιδεία και ενήμερες για τους αγώνες που δίνονται από τις γυναίκες υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Μια νέα συμπαγής κοινωνική ομάδα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας αναδύεται με πλήρη συνείδηση των διακρίσεων που επέβαλλαν μέχρι τότε η κοινωνία της πατριαρχίας και οι θεσμοί.
Οι γυναίκες αυτές αρνούνται να αποτελούν μόνο «αντικείμενο επίδειξης» του πλούτου του συζύγου και του πατέρα τους φορώντας κοσμήματα και πολυτελή φορέματα. Δεν επιθυμούν μόνο να παίζουν πιάνο στο σπίτι τους προς τέρψιν των παρευρισκομένων, να οργανώνουν εσπερίδες και να τρέχουν σε χορούς.
Θέλουν να υπερβούν τα στενά όρια της ιδιωτικής ζωής και να γίνουν ορατές στον δημόσιο βίο με τον λόγο τους, τις ιδέες τους, τα αιτήματά τους υπέρ της ισότητας και την έμπρακτη αλληλεγγύη τους προς τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων.
Ο κοινωνικός «προορισμός των γυναικών» διαρθρώνεται στη βάση του νέου «γυναικείου ιδεώδους», το οποίο θεωρεί τη μητρότητα ως μέγιστη αρετή των γυναικών και της προσδίδει οικουμενική σημασία, που ξεπερνά τα τείχη της οικογένειας και επεκτείνεται σε όλη την εθνική κοινότητα.
Η αναγέννηση του έθνους θα συντελεστεί μέσω της μητρότητας και της οικογένειας. Οι γυναίκες μοιράζονται εξίσου με τους άνδρες το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και τον πόθο για την αναγέννηση του έθνους. Οι δασκάλες ήδη βρίσκονται στην πρωτοπορία, καθώς μεταλαμπαδεύουν την ελληνική παιδεία στους ξενόφωνους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι γυναίκες της «Εφημερίδος των Κυριών» κατακτούν τον δημόσιο χώρο με την παροχή μόρφωσης, αγωγής και επαγγελματικής εκπαίδευσης στις «γυναίκες του λαού».
Από το 1890 ιδρύονται στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας τα «Κυριακά Σχολεία», για να μορφώνονται τα εργαζόμενα κορίτσια που δεν είχαν τη δυνατότητα να φοιτούν στα σχολεία. Από το 1896 ιδρύονται «Επαγγελματικές και Οικοκυρικές Σχολές», με στόχο τη σύνδεση της τεχνικής εκπαίδευσης με τον βιοπορισμό.
Οι πρώτες διεκδικήσεις
Οι πρώτες φεμινίστριες ζητούν και αστικά δικαιώματα: να διαχειρίζονται οι ίδιες οι γυναίκες την περιουσία τους, να συμμετέχουν σε οικογενειακά συμβούλια και να αναλαμβάνουν την κηδεμονία των παιδιών τους.
Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου τα αιτήματα των φεμινιστριών γυναικών στηρίζονται: στην ισότιμη κοινωνική ένταξη που προσφέρει στις γυναίκες η μισθωτή εργασία. Πραγματικά, η μαζική έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας, στις μικρές βιοτεχνίες, στα εργοστάσια, στις δημόσιες υπηρεσίες επιτρέπει στις γυναίκες να ανατρέψουν την απόλυτη οικονομική εξάρτησή τους από τους άνδρες και να αποκτήσουν συνείδηση των κοινωνικών προβλημάτων και των συνθηκών που έπρεπε να αντιμετωπίσουν.
Οι βασικές αιτίες ανισότητας στον χώρο της εργασίας που πρέπει με κάθε τρόπο να παταχθούν είναι: η έλλειψη επαγγελματικής εκπαίδευσης και παιδείας. Οι φεμινίστριες καταδικάζουν «τα ολίγα γαλλικά και πιάνο» των νεαρών γυναικών που επιθυμούν κοινωνική ανέλιξη και εύπορο γαμπρό.
Οι πρώτες μεταρρυθμίσεις για τη γυναικεία εργασία και το εκπαιδευτικό σύστημα θεσπίζονται το 1909 από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων. Από το 1912 απαγορεύεται με νόμο η νυχτερινή εργασία των γυναικών και η συμμετοχή τους στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Επίσης, λαμβάνονται τα πρώτα μέτρα για την προστασία της μητρότητας, σύμφωνα με τα οποία προβλέπεται άδεια ορισμένων εβδομάδων μετά τον τοκετό.
Στον χώρο της εκπαίδευσης δημιουργούνται σχολεία, διδασκαλεία, Γυμνάσια θηλέων και ο αριθμός των φοιτητριών αυξάνεται. Η παρουσία των γυναικών γίνεται αισθητή στις δημόσιες υπηρεσίες και στα ελευθέρια επαγγέλματα: δασκάλες, καθηγήτριες, τηλεφωνήτριες, δακτυλογράφοι, ταμίες, νοσοκόμες, μαίες, γιατρίνες-παιδίατροι, δημοσιογράφοι.
Η διεκδίκηση ψήφου συσπειρώνει σε κοινό αγώνα όλες τις φεμινίστριες. Ο «Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας», που ιδρύθηκε το 1920, αποτελεί την πλέον αντιπροσωπευτική φεμινιστική οργάνωση για την προώθηση των γυναικείων διεκδικήσεων.
Οι ηγετικές φυσιογνωμίες του Συνδέσμου είναι η Αύρα Θεοδωροπούλου, σύζυγος του νομικού και συνεργάτη του Ελ. Βενιζέλου Σπύρου Θεοδωρόπουλου και η Μαρία Δεσύπρη, μετέπειτα σύζυγος του Αλέξανδρου Σβώλου, η οποία είναι μία από τις πρώτες επιθεωρήτριες Εργασίας.
Το έντυπο «Ο Αγώνας της Γυναίκας», που γράφεται στη δημοτική γλώσσα, αποτυπώνει τις θέσεις του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας και τις διεκδικήσεις του.
Η πολιτική εξουσία, υπακούοντας στις πιέσεις του φεμινιστικού κινήματος, αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον Φεβρουάριο του 1930 δικαίωμα ψήφου για τις δημοτικές εκλογές στις γυναίκες, με τις εξής προϋποθέσεις: να έχουν ηλικία άνω των 30 ετών και να είναι εγγράμματες. Οι γυναίκες θα ψηφίσουν στις επόμενες δημοτικές εκλογές το 1934.
Τον Απρίλη του 1944 η Κυβέρνηση του Βουνού, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), δίνει το δικαίωμα στις γυναίκες να εκλέξουν και να εκλεγούν αντιπρόσωποι-εκλέκτορες, που στη συνέχεια θα αναδείξουν τα μέλη του «Εθνικού Συμβουλίου» (της Βουλής). Οι ψηφοφόροι θα έπρεπε να είναι 18 ετών και άνω και οι υποψήφιοι 21 ετών και άνω.
Εκλέχτηκαν 5 γυναίκες εθνοσύμβουλοι σε σύνολο 207 εθνοσυμβούλων. Η Μαρία Δεσύπρη-Σβώλου και η Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου για την Αθήνα, η Χρύσα Χατζηβασιλείου για τον Πειραιά, η Μάχη Μαυροειδή από την Καλαμάτα και η Φωτεινή Φιλιππίδη από τη Λάρισα.
Στις 7 Ιουνίου 1952, με τον νόμο 2151, οι Ελληνίδες αποκτούν πλήρη εκλογικά δικαιώματα. Ομως οι γυναίκες δεν ψηφίζουν στις εκλογές που διεξάγονται τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, γιατί δεν έχουν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Σε επαναληπτική ψηφοφορία που έγινε το 1953, εκλέγεται η Ελένη Σκούρα, η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής.
Κατά την επτάχρονη δικτατορία του 1967 απαγορεύεται η λειτουργία των γυναικείων οργανώσεων και καταστρέφονται πολλά από τα αρχεία τους. Η συμμετοχή των γυναικών σε αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι μεγάλη. Πολλές από αυτές φυλακίζονται και εξορίζονται.
Οι γυναικείες οργανώσεις κατά τη Μεταπολίτευση θα συμμετάσχουν σε ένα νέο ριζοσπαστικό κίνημα, τον «νεοφεμινισμό», που θέτει στο επίκεντρο των κατακτήσεών του θέματα του ιδιωτικού βίου: ενδοοικογενειακή βία, νομιμοποίηση των εκτρώσεων, σεξουαλικότητα, οικογένεια και εργασία.
Στο Σύνταγμα του 1975 τέθηκε το θεμέλιο της ισότητας των φύλων. Στο άρθρο 4, παρ. 1 και 2, διατυπώνεται ότι: οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Βιβλιογραφία:
◆ Αβδελά Εφη, Δημόσιοι υπάλληλοι γένους θηλυκού. Καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα στον δημόσιο τομέα, 1908-1955, Αθήνα 1990.
◆ Αβδελά Εφη – Ψαρρά Αγγέλικα, Ο Φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μια ανθολογία, Αθήνα 1985.
◆ Βαρίκα Ελένη, Η εξέγερση των Κυριών. Η γέννηση μιας φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, Αθήνα 1987.
◆ Βερβενιώτη Τασούλα, Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, Αθήνα 2013.
◆ Buttler Judith, Αναταραχή φύλου. Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας, Αθήνα 2009.
◆ Κορασίδου Μαρία, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα. Αθήνα 1995.
◆ Σαμίου Δήμητρα, Τα πολιτικά δικαιώματα των Ελληνίδων 1864-1952, Αθήνα 2013.
◆ Σαλίμπα Ζιζή, Γυναίκες εργάτριες στην ελληνική βιομηχανία και στη βιοτεχνία (1870-1922), Αθήνα 2002