Το Δεκέμβριο του 1945, 150 νέοι και νέες από την Ελλάδα επιβιβάζονται στο πλοίο «Ματαρόα» με τελικό προορισμό το Παρίσι.
Η δραματική τους έξοδος από τη φλεγόμενη Ελλάδα έμελε να σημαδέψει με ανεξίτηλο τρόπο τις πνευματικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις της μεταπολεμικής Ευρώπης. Μια ταινία μεταξύ μνήμης και λήθης για μια γενιά κι ένα ταξίδι που 70 χρόνια μετά εξακολουθεί να εμπνέ ει.
η Ιστορία
Δεκεμβρίου 1945
Ξημερώματα, διακόσιοι ‘Ελληνες, νέοι επιστήμονες και καλλιτέχνες, έπειτα από πολλές περιπέτειες, διπλωματικές ισορροπίες και πολιτικές συμμαχίες, άφηναν πίσω τους την Ελλάδα -που σιγά σιγά έμπαινε στην περιπέτεια του εμφυλίου- κι έφευγαν για το Παρίσι, υπότροφοι του Γαλλικού Ινστιτούτου. Αφήνοντας πίσω τους τον απόηχο του πολέμου, την μιζέρια και την ανέχεια, στράφηκαν στο άγνωστο για να επιζήσουν και να δημιουργήσουν.
Αρκετοί έμελλε να γίνουν μεγάλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες. ‘Ηταν όλοι επιβάτες ενός πλοίου που έγινε θρύλος. Το Νεοζηλανδέζικο «Ματαρόα» (που σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια» στα πολυνησιακά), είχε ήδη μεταφέρει χιλιάδες Αμερικανούς πεζοναύτες στη Βόρειο Ιρλανδία ετοιμάζοντας την απόβαση στη Νορμανδία, αλλά και εκατοντάδες επιζήσαντες Εβραίους προς την Παλαιστίνη.
Αυτή τη φορά το ταξίδι ήταν από τον Πειραιά προς τον Τάραντα της Ιταλίας και από ‘κει με τρένο, μέσω Ελβετίας, προς το Παρίσι. Ήταν ένα ταξίδι θρύλος, μια «ονειρική έξοδος» που συνδέθηκε με την πιο δύσκολη περίοδο της νεότερης Ελληνικής ιστορίας, «ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της νεότερης Ελλάδας που κάποτε θα πρέπει να γραφτεί», όπως είχε πει πολλά χρόνια αργότερα ένας από τους επιβάτες του «Ματαρόα», ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης
Η πρωτοβουλία
Η ευθύνη της οργάνωσης για την αποστολή των υποτρόφων στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού με το «Ματαρόα» ανήκε στον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, ένθερμο φιλέλληνα Οκτάβ Μερλιέ και στον επίσης φιλέλληνα γενικό γραμματέα του Ινστιτούτου Ροζέ Μιλλιέξ.
Και οι δύο υπήρξαν αντιστασιακοί, αριστερών φρονημάτων και παντρεμένοι με Ελληνίδες. Το Γαλλικό Ινστιτούτο άλλωστε ως και το τέλος της Κατοχής αποτέλεσε καταφύγιο για μεγάλο αριθμό αντιστασιακών, ακόμη και ενός Γερμανού αντιφρονούντος.
Ο Μερλιέ, ο οποίος υπήρξε μυστικός εκπρόσωπος του Σαρλ ντε Γκωλ στην Ελλάδα, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς το 1941 και είχε ανακληθεί στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Βισύ. Το ζεύγος Μερλιέ έζησε τρία χρόνια στη γαλλική επαρχία, όπου ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Ωστόσο η Ελλάδα δεν έσβησε ποτέ από τον ορίζοντά του. Και στις αρχές Ιουλίου 1945, όταν επέστρεψε, εμπνεύστηκε το πρωτότυπο σχέδιό του να ενεργοποιήσει το πρόγραμμα υποτροφιών που έδινε η γαλλική κυβέρνηση για σπουδές Ελλήνων στη Γαλλία, τότε με διάφορες αλχημείες αύξησε και τον αριθμό τους για να μπορέσει να συμπεριλάβει όσους περισσότερους ‘Ελληνες μπορούσε.
Βεβαίως οι καιροί ευνοούσαν μια τέτοια «εκστρατεία», οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονταν τότε για την άγρα προικισμένων νέων στην προσπάθειά τους να διευρύνουν την ακτίνα της επιρροής τους. Μόνο οι τυφλοί δεν μπορούσαν να διαβλέψουν ότι στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Γηραιάς Ηπείρου οι Άγγλοι θα είχαν το προβάδισμα. Επιφανείς Γάλλοι σε όλη την Ευρώπη προσπαθούσαν να περιορίσουν την απήχηση της αγγλικής έναντι της γαλλικής γλώσσας.
Επελέγησαν τελικά φοιτητές από 60 κλάδους και ειδικότητες. Μεταξύ των διαφυγόντων υπήρξαν και διάφοροι οι οποίοι δεν είχαν υποτροφία και θα έβγαζαν τα προς το ζην με μικροδουλειές παράλληλα με το πανεπιστήμιο.
Ο Μερλιέ πλήρωσε κατόπιν αυτήν την έμπρακτη βοήθειά του. Σχηματίστηκε τότε, εναντίον του, μέτωπο δυσαρεστημένων δεξιών, πολιτικών, πανεπιστημιακών και δημοσιογράφων. Και η μεν παραίτηση που έθεσε στη διάθεση του Γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών δεν έγινε δεκτή, αλλά όταν το 1946 μαθεύτηκε ότι προορίζεται για μορφωτικός ακόλουθος της γαλλικής πρεσβείας, το ελληνικό κατεστημένο κατάφερε να μπλοκάρει την καριέρα του.
Στο «Ματαρόα», όμως, δεν ανέβηκαν μόνο αριστεροί αλλά και γόνοι αστικών οικογενειών. «Κυρίως ήθελα νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι, τη Λυών, το Μονπελιέ, το Νανσύ, το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγαντιαία δουλειά της ανοικοδόμησης και γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία», συμπλήρωνε ο Μερλιέ.
«Κατάφεραν να βγάλουν τους υπότροφους από μια εξαιρετικά δεινή θέση.
Βλέποντας τον κίνδυνο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μιας ολόκληρης γενιάς επιστημόνων και καλλιτεχνών, έσπευσαν να φυγαδεύσουν όσους μπόρεσαν στο εξωτερικό για σπουδές», λέει χρόνια αργότερα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος. Η διαλυμένη Ευρώπη «Οι πιο πολλοί ταξιδεύουν με σακίδια, καλάθια, μπόγους, ότι μπόρεσε να σοφιστεί η φτώχεια και η αγάπη κείνων που μείναν στην αποβάθρα του Πειραιά κουνώντας τα μαντήλια τους», λέει η Μιμίκα Κρανάκη. Ο βομβαρδισμένος σταθμός του τρένου στον Τάραντα, τα διαλυμένα τρένα που τους διατέθηκαν, οι πέντε ώρες πολυτέλειας στην Ελβετία και η άφιξη στο Παρίσι ζωντανεύει στα δύο βιβλία όχι μόνο από τις συγγραφείς αλλά και από αναμνήσεις άλλων υποτρόφων του 1945, δίνοντας ανάγλυφα την εικόνα της Ευρώπης που μόλις έχει βγει από έναν ολέθριο πόλεμο και προσπαθεί να στηθεί ξανά στα πόδια της.
«Σε πολλούς από μας υπήρχε διπλή απογοήτευση, ως προς την αστική τους καταγωγή, απόρριψη της αστικής τάξης, και απογοήτευση από το κομμουνιστικό κίνημα. Αφήναμε πίσω μας την αστική την εθνική και την κομμουνιστική Ελλάδα και φεύγαμε προς τα έξω, σε χώρους που έδιναν ευκαιρίες, δυνατότητες που έγιναν συχνά και πραγματικότητες», λέει ο φιλόσοφος Κώστας Αξελός.
«Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλυτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήταν», λέει ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας, που ήταν στην τριανταμελή ομάδα των ΕΑΜιτών του Ματαρόα.
Στο πλοίο
Τι είδους συνάλλαγμα είχαν οι νέοι αυτοί; Η δραχμή τότε δεν περνούσε στο εξωτερικό. Πέρα από ελάχιστα ξένα χαρτονομίσματα, το πιο σίγουρο μέσο συναλλαγής ήταν τα τσιγάρα. «Αυτά είχαν πέραση παντού, απλά και πρωτόγονα, έκανες τράμπα». Από τροφή η κατάσταση δεν φαινόταν βελτιωμένη. «Πολλοί είχαν ναυτία και δεν παρουσιάζονταν για πρωινό» διηγείται ο σκηνοθέτης Μάνος Ζαχαρίας στη Νέλλη Ανδρικοπούλου. «Και τρώγαμε εμείς διπλή μερίδα και ήμασταν ανευτυχείς». Μετά τις κατοχικές πείνες το εγγλέζικο πρωινό ήταν, το δίχως άλλο, μια όαση. Ινδοί καμαρότοι με άσπρα σακάκια σερβίριζαν βούτυρα, κουάκερ, λουκάνικα και μαρμελάδες…
Από την πρώτη ημέρα οι Άγγλοι επέβαλαν στους νεαρούς επιβάτες να κάνουν ασκήσεις σωστικών μέτρων. Οι εκπαιδευτές ταλαιπωρήθηκαν, ιδιαίτερα στην περίπτωση της χρήσης των σωσιβίων. Δύο σειρές στάθηκαν η μία αντικριστά στην άλλη. Ο Άγγλος αξιωματικός έδωσε τις πρώτες οδηγίες και προτού προλάβει να στρίψει ολόκληρη η σειρά είχε ρίξει τα σωσίβια στη θάλασσα: «Θέλαμε να είμαστε ελεύθεροι, να φύγουμε, και τούτα τα σωσίβια μας ήταν εμπόδιο» γράφει ο Ντίκος Βυζάντιος στο γοητευτικό επίμετρο «Η οδύσσειά μου πάνω στο “Ματαρόα”».«Κάθε λογής συναισθήματα στρέφονται στην Ελλάδα που όλοι αφήσαμε πίσω μας τα ξημερώματα. Θα την ξαναδούμε άραγε;..» θυμάται η συγγραφέας.
«Ξορκίζοντας την παγωνιά με γέλια και κουβέντες, μικρές συντροφιές πνίγουν την αγωνία τους σε μια μπουκάλα κονιάκ». Τραυματισμένοι πολιτικά, όπως εξομολογήθηκε ο Αξελός στην Ανδρικοπούλου, «συζητούσαμε περί φιλοσοφίας, λογοτεχνίας, τέχνης, περί ζωής, αλλά πολιτικά καθόλου».
Φτάνοντας στον Τάραντα
Το θαλασσοδαρμένο σκαρί του «Ματαρόα» έφθασε στον βομβαρδισμένο σταθμό του Τάραντα στην Ιταλία στις 24 Δεκεμβρίου. Στα βαγόνια του τρένου όπου επιβιβάστηκαν, ξαπλώνοντας στα σανίδια ανά οκτώ, δεν υπήρχαν ούτε παράθυρα ούτε φως ούτε νερό και σύντομα σχεδόν ούτε τουαλέτες.
Για τροφή αντήλλαξαν τσιγάρα για μερικά πορτοκάλια. Το χειρότερο ήταν ότι στον Τάραντα είχε ξεσπάσει πανούκλα. Μετά από μερικούς σταθμούς και αλλαγές τρένων έφθασαν τελικά στη χώρα του Ερυθρού Σταυρού, στην Ελβετία, στις 27 Δεκεμβρίου. Στη Βασιλεία τόσο οι γιατροί όσο και οι ένστολοι άνδρες τους αντιμετώπισαν σαν μαγαρισμένα ζώα. Τους οδήγησαν για καραντίνα μέσα σε ένα μεγάλο καταθλιπτικό νοσηλευτικό ίδρυμα όπου ξεκίνησε ο περιβόητος ψεκασμός με DDT από πάνω ως κάτω και ανάμεσα στα σκέλια ανδρών και γυναικών. «Δεν έπρεπε μικρόβιο μήτε ψείρα να επιβιώσει σε τούτο τον παράδεισο της αυτοσυντήρησης» σημειώνει η Ανδρικοπούλου. Αυτή η ιστορία, όμως, ως γνωστόν, είχε καλό τέλος. Την Πρωτοχρονιά οι φερέλπιδες φοιτητές γιόρτασαν σε δεξίωση της Fondation Hellenique. Ηταν αληθινά το γύρισμα μιας νέας σελίδας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές του Μάνου Ζαχαρία, τις οποίες παραθέτει η συγγραφέας: «Ηταν ο πόλεμος, η Κατοχή, γλιτώσαμε, επιζήσαμε και βρεθήκαμε ελεύθεροι στην Ευρώπη. Αυτό ήτανε. Τίποτε άλλο…Τρελαθήκαμε και ήμαστε μεθυσμένοι.
Η αίσθηση του μέτοικου
«Το Παρίσι μας φάνηκε ζοφερό, κακοφωτισμένο, όλες οι προσόψεις του ήταν σκοτεινές…», γράφει ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος. Και η Μιμίκα Κρανάκη, μόλις πέντε χρόνια μετά το ταξίδι του «Ματαρόα», περιγράφει την πραγματικότητα αυτού του νέου κόσμου: «Ως τότε, όμως, κοιτάζω να
επιβιώσω όπως όπως, έμαθα να κάνω κάτι αυτόματες κινήσεις, μηχανικές, ότι χρειάζεται για την καθημερινή ζωή, μα τούτο δε σημαίνει αναγκαία ότι ζω. Πώς μπορεί να υπάρξει φιλία σε μια τόσο τεράστια πολιτεία;» Και συνεχίζει με το σαράκι της νοσταλγίας: «Μου ‘ρχονται στο νου όσα άφησα μισοτελειωμένα ‘κει κάτω, τα νησιά που δεν είδα, οι άνθρωποι που δεν γνώρισα. Αλλά κι αυτά που ήξερα τ’ αγαπούσα τόσο άσκημα και τόσο λίγο. Με πνίγει το πρόχειρο, το ημιτελές, τ’ ανεπανόρθωτο». Η αίσθηση του ξένου, του μέτοικου, του ανθρώπου που δεν ξέρει πού να βαδίσει και με ποιους να μιλήσει και ζει «στην κόψη του σπασμένου γυαλιού», περιγράφεται συγκλονιστικά στο κείμενο της Μιμίκας Κρανάκη. Γιατί πίσω από τις πολιτικές ισορροπίες και τις διπλωματικές προσπάθειες, οι διακόσιοι νέοι άνθρωποι που έφτασαν μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1945 στο Παρίσι ήταν ξένοι στη μέση της Ευρώπης. Κι έπρεπε να επιβιώσουν. Η απέλαση ήταν πάντα μπροστά τους. Το ΚΚΕ προς το τέλος του Εμφυλίου ζητούσε από τα μέλη του να επιστρέψουν και να ενισχύσουν τις γραμμές του. Ελάχιστοι το αποφάσισαν.
Οι περισσότεροι είχαν πάρει ήδη το δρόμο τους και τις αποφάσεις τους: «Δεν είχα πλέον καμιά διάθεση να πάω ούτε στο βουνό ούτε στις πολιτικές οργανώσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πρόσφερα τίποτα το ουσιαστικό. Έκανα ένα είδος επιλογής. ‘Ημουν σίγουρος ότι η επιστημονική δουλειά που θα έκανα στη Γαλλία θα ωφελούσε το όλο κίνημα περισσότερο από την παρουσία μου στην Ελλάδα», εκμυστηρεύεται πολλά χρονιά μετά ο Νίκος Σβορώνος στον Τάσο Γουδέλη.
Δύο μήνες κράτησε το ταξίδι των φοιτητών, μέσω Ελβετίας και Ιταλίας, για να φθάσουν τελικά στην Gare de l’ Est, στο Παρίσι, τα μεσάνυχτα της 28ης Δεκεμβρίου και να οδηγηθούν άλλοι στο ελληνικό περίπτερο της Cite Universitaire και άλλοι στο «Lutetia», ξενοδοχείο της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, όπου είχαν καταλύσει αντιναζιστές συγγραφείς, όπως ο γερμανός νομπελίστας Τόμας Μαν και ο Τζέιμς Τζόις.
Αρχηγός της ομάδας τότε ήταν ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης, μέλη της ήταν οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Μιμίκα Κρανάκη, Κώστας Αξελός, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι φοιτητές αρχιτεκτονικής Εμμανουήλ Κινδύνης, Αριστομένης Προβελέγγιος, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης, Γιώργος Κανδύλης, Πάνος Τσολάκης, Τάκης Ζενέτος, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, ο γλύπτης Μέμος Μακρής, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μουσικός Δημήτρης Χωραφάς, ο τεχνοκριτικός Αγγελος Προκοπίου, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου, η ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου, ο ποιητής Ανδρέας Καμπάς, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, και πολλοί άλλοι. Ο συνθέτης Ιάνης Ξενάκης, ο οποίος είχε τραυματιστεί στο μάτι στα Δεκεμβριανά, έφτασε αργότερα μόνος του στο Παρίσι.
Η ναυτική σταδιοδρομία του Ματαρόα
Το πλοίο καθελκύστηκε στις 2 Μαρτίου 1922 στα ναυπηγεία Harland and Wolff στο Μπέλφαστ υπό την ονομασία Diogenes για λογαριασμό της Aberdeen Line. Μπορούσε, τότε, να χωρέσει 130 επιβάτες Α΄ θέσης και 422 Γ΄ θέσης. Μεταπωλήθηκε τον Ιούνιο του 1926 στην Shaw, Savill & Albion Line και έλαβε την ονομασία Mataroa, τον ίδιο καιρό με το αδελφό πλοίο του, το Sophocles που μετονομάστηκε σε Tamaroa. Τα καύσιμά του άλλαξαν τότε, περνώντας από το κάρβουνο στο πετρέλαιο, κάτι που του επέτρεπε να φτάνει ταχύτητα 15 κόμβων.
Το “Ματαρόα” διαλύθηκε για παλιοσίδερα λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γλασκώβη, ενώ η καμπάνα του δόθηκε προς χρήση σε ένα σχολείο της Νέας Ζηλανδίας. Η νεοζηλανδική εταιρεία Shaw Savill & Albion το είχε ναυλώσει το 1926 από τη σκωτσέζικη Aberbeen Line, ενώ έξι χρόνια αργότερα το αγόρασε , μετονομάζοντας το από «Διογένης» σε «Ματαρόα».
Κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το πλοίο μετέφερε χιλιάδες Αμερικανούς στρατιώτες στη Βόρειο Ιρλανδία για την προετοιμασία της απόβασης στη Νορμανδία, ενώ μετά τον πόλεμο μετέφερε στην Παλαιστίνη εκατοντάδες Εβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος.
Αρχιλογιστής του «Ματαρόα» δεν ήταν άλλος από τον διασωθέντα πλωτάρχη του Τιτανικού, Χέρμπερτ Πίτμαν, τον οποίο μέχρι το τέλος της ζωής του τον στοίχειωνε η σκέψη ότι θα μπορούσε να είχε σώσει κι άλλους επιβάτες μετά τη βύθιση του μυθικού υπερωκεανίου.
Το ταξίδι των Εβραίων προσφύγων
Τον Αύγουστο του 1945 το “Ματαρόα” ναυλώθηκε για να πραγματοποιήσει το δρομολόγιο από Μασσαλία ως την Χάιφα για την μεταφορά 173 εβραιόπουλων για λογαριασμό της γαλλικής ανθρωπιστικής οργάνωσης Εuvre de secours aux enfants (OSE), τα οποία είχαν γλιτώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, όπου τα μέλη των οικογενειών τους ήταν ήδη στην Παλαιστίνη. Αργότερα μετέφερε και 1.200 έγκλειστους από το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν Μπέλζεν προς το νέο ιδρυθέν κράτος του Ισραήλ.
OCTAVE MERLIER η Προσφορά του στα ελληνικά γράμματα
Ως διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξη του σε κέντρο ανταλλαγών και πνευματικού κοσμοπολιτισμού και βοήθησε στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Γαλλία. Επέκτεινε τις δραστηριότητές του δημιουργώντας, πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, 37 παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα και εφοδιάζοντάς το παράλληλα με τυπογραφείο.
Μαζί με την σύζυγό του ίδρυσε το 1930 το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, το οποίο μετεξελίχθηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Ίδρυμα Μέλπως και Οκτάβιου Μερλιέ. Στο ίδιο ίδρυμα φυλάσσεται και το αρχείο Παπαδιαμάντη, στο οποίο περιέχονται πολλές φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος ο Μερλιέ από τα ταξίδια του στην Σκιάθο.
Υπήρξε μελετητής του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Κωστή Παλαμά και ιδιαίτερα του Διονυσίου Σολωμού, για τον οποίο διοργάνωσε σημαντικότατη έκθεση το 1957 με αφορμή τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του. Αρθρογραφούσε σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες όπως η Νέα Εστία κ.α. καθώς και σε γαλλικά περιοδικά μεταφράζοντας ποιήματα του Κωστή Παλαμά και γράφοντας περί της δημοτικής γλώσσας. Το 1960 αρνήθηκε να παραδώσει στον Γάλλο πρέσβη τα αρχεία του Μικρασιατικού Κέντρου Σπουδών, που στεγαζόταν στο κτίριο του Γαλλικού Ινστιτούτου, θεωρώντας ότι ήταν κτήμα του Ελληνικού λαού με αποτέλεσμα τον επόμενο χρόνο να απολυθεί από την θέση του. Μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως καθηγητής της Νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Aix-en-Provence, έδρα την οποία διατήρησε μέχρι το 1971.
Από τη θέση αυτή εξέδιδε το περιοδικό νεοελληνικές μελέτες. Το 1964 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1956 εκδόθηκε από γνωστούς λογοτέχνες και διανοούμενους της εποχής τρίτομος τόμος προς τιμήν του ζεύγους Μερλιέ. Σήμερα στο κτίριο του Γαλλικού Ινστιτούτου υπάρχει η βιβλιοθήκη Οκτάβιος Μερλιέ ενώ ο παρακείμενος δρόμος από το Γαλλικό Ινστιτούτο (προέκταση της οδού Αραχώβης) φέρει το όνομά του.
Το Ιούλιο του 1976 απεβίωσε στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Από το Αρχείο της ΕΡΤ – αφιέρωμα στο Ελληνικό Ίδρυμα (Fondation Hellenique) της διεθνούς πανεπιστημιούπολης του Παρισιού (Cite Internationale). Μέσα από τις μαρτυρίες διακεκριμένων προσωπικοτήτων της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών που υπήρξαν ένοικοι του «ελληνικού σπιτιού», μεταξύ των οποίων οι: ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ, ΝΤΙΚΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ, ΜΑΝΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ, ΝΕΛΛΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ, ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΚΗ ΖΕΗ, ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ κ.ά., καθώς και αρχειακό οπτικοακουστικό υλικό, ξετυλίγεται η ιστορία του ιδρύματος από τα εγκαίνιά του το 1932 έως και το 2008. Παρουσιάζεται η εγκατάσταση των πρώτων φοιτητών τη δεκαετία του 1930, το ταξίδι του πλοίου «Ματαρόα» το 1945, η ζωή στη Fondation τις δεκαετίες του 50 και του 60.
Ανδρέας Σιαδήμας :Το σινεμά της έρευνας
Σκηνοθέτης, παραγωγός και διευθυντής φωτογραφίας, ο Ανδρέας Σιαδήμας έχει έδρα τη Θεσσαλονίκη και εμπειρία πάνω από 20 χρόνια στον χώρο του κινηματογράφου με ταινίες που έχουν παρουσιαστεί σε πολλά φεστιβάλ παγκοσμίως και έχουν κερδίσει πολλά σημαντικά βραβεία. Αφετηρία του ήταν οι σπουδές οικονομικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο του Greenwich, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη φωτογραφία συμμετέχοντας σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
«Οι σπουδές οικονομικών ήταν πρώτη μου επιλογή, μου έδιναν ευελιξία, γνώση σε ένα αντικείμενο που είχε αρχίσει να έχει ιδιαίτερο impact τη δεκαετία του ’90 και εφαρμογή …παντού» λέει. «Παράλληλα όσο σπούδαζα μία από τις βασικές ενασχολήσεις μου ήταν η φωτογραφία, που σύντομα εξελίχθηκε σε επαγγελματική δραστηριότητα. Ξεκινώντας από το ενδιαφέρον μου για τη φωτογραφία σιγά-σιγά έκανα έναν ακριβό και καλό εξοπλισμό που εκμεταλλεύτηκα επαγγελματικά. Παρουσίασα έργα μου σε εκθέσεις στην Ελλάδα και τη Γερμανία, έκανα αεροφωτογραφίσεις πετώντας με ανεμόπτερο ultra-light, τότε δεν υπήρχαν drones, μιλάμε για την εποχή του φιλμ».
Η σύνδεση φωτογραφίας και κινηματογράφου είναι και αυτή που εντέλει τον οδήγησε στην κινούμενη εικόνα. «Στη φωτογραφία υπήρχε μια μαγιά, του κάδρου, της σύνθεσης, της έκφρασης μέσα από το φακό, των στοιχείων που αποτελούν κοινό πεδίο με το σινεμά. Κάποια στιγμή ωστόσο κατάλαβα ότι δεν ήθελα να κάνω φωτογραφία δύο διαστάσεων, δεν μου αρκούσε να παρουσιάζω ένα έργο σε ένα τοίχο, με ενδιέφερε περισσότερο ο “χώρος”. Δουλεύοντας ένα έργο για τη συμμετοχή μου σε μια ομαδική έκθεση με θέμα αυτοπορτρέτα φωτογράφων που διοργάνωσε το Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, του οποίου ήμουν μέλος, κατάλαβα ότι ήθελα να προχωρήσω στην κινούμενη εικόνα και από εκεί ξεκίνησε η κινηματογραφική μου περιπέτεια».
Από το 2000 ο Ανδρέας Σιαδήμας συνεργάζεται σε παραγωγές τηλεοπτικών εκπομπών ταξιδιωτικού περιεχομένου, ενώ το 2004 ίδρυσε στη Θεσσαλονίκη τη δική του εταιρεία παραγωγής «Dangerous Productions». «Το να ιδρύσεις μία εταιρία παραγωγής ήταν ακόμη κλειστό επάγγελμα αλλά καθώς είχα πτυχίο οικονομικών σπουδών τυπικά μπορούσα και έτσι έκανα το βήμα. Ήταν ένα άλλοθι να εκμεταλλευτώ τα τόσα χρόνια σπουδών και πέρα από το βιοποριστικό, βασικός λόγος ήταν ότι ήθελα να κάνω τις δικές μου δουλειές έχοντας την ευθύνη εξ ολοκλήρου και της παραγωγής και της σκηνοθεσίας, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, είναι δύο εντελώς διαφορετικές ειδικότητες συχνά σε διελκυστίνδα – ο σκηνοθέτης ονειρεύεται πράγματα ενώ ο παραγωγός οφείλει να κρατάει τον έλεγχο και να καθορίζει πιο τεχνοκρατικά τη διαδικασία». Ονόμασε την εταιρία «Dangerous Productions», αφού όπως λέει, «αυτό το δίπολο σκηνοθέτη – παραγωγού είναι μία επικίνδυνη κατάσταση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα και δη στη Θεσσαλονίκη. Η διαδικασία της παραγωγής είναι μία ενασχόληση που μπορεί να δοκιμάσει τις σχέσεις σου με την οικογένεια σου, τους συνεργάτες σου, τα οικονομικά σου, την ψυχική σου υγεία».
Το 2008 συμμετείχε για πρώτη φορά ως σκηνοθέτης και παραγωγός στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας με την ταινία «Rosmarinus Οfficinalis ή Δεντρολίβανος ο Φαρμακευτής» (3ο κρατικό βραβείο ποιότητας), μία ταινία για το πνευματικό στοιχείο στη φύση, στην οποία συνεργάστηκε με τον Πέτρο Φυσσούν , τον Νίκο Γεωργάκη και την Αθηνά Μαξίμου. Ακολούθησε η ταινία «Κινητά στοιχεία», το 2011, που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 34ου Φεστιβάλ Δράμας, και απέσπασε τρία βραβεία. Και οι δύο ταινίες του προβλήθηκαν και διακρίθηκαν σε πολλά διεθνή φεστιβάλ.
Σταθμό στην πορεία του Ανδρέα Σιαδήμα αποτέλεσε το συναρπαστικό ντοκιμαντέρ «Μataroa, το ταξίδι συνεχίζεται». «Το καλοκαίρι του 2014 γυρίζοντας από τη Μήλο όπου βρέθηκα για τις ανάγκες του project «Ιστορίες πολέμου και τέχνης», συνάντησα στην Αθήνα έναν φίλο, τον ιστορικό Κωστή Κορνέτη που μου γνώρισε τη Servanne Jollivet , επίσης ιστορικό. Μου πρότειναν ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία του Ματαρόα, του θρυλικού πλοίου που σάλπαρε τον Δεκέμβριο του 1945 από τον Πειραιά με προορισμό το Παρίσι μεταφέροντας τον ανθό της ελληνικής νεολαίας. Ήξερα μέσες άκρες την ιστορία, επιφυλάχθηκα να απαντήσω, δεν είναι απλή απόφαση να εμπλακείς σε ένα project, έψαξα περισσότερα πράγματα. Από την άλλη η οικονομική κρίση ήταν εδώ, το brain drain το έβλεπα και το μάθαινα για φίλους και συνεργάτες. Το Ματαρόα ερχόταν με έναν επικαιροποιημένο τρόπο στην πραγματικότητα που βιώναμε και όσο έψαχνα τόσο έρχονταν μπροστά μου μέσα από διάφορες εκδοχές σαν μια ελπιδοφόρα κατάσταση, έτσι κι αλλιώς είναι ένα success story. Είπα ναι και μπήκα στο πρότζεκτ με το φίλο και συνεργάτη Παναγιώτη Βούζα. Όλη αυτή η έρευνα έφερε ένα μεγάλο όγκο υλικού, σχετικά με τις προσωπικότητες που ταξίδεψαν με το πλοίο και τις ιστορίες που του δίνουν αυτή τη μυθολογική χροιά. Κάναμε τρία ταξίδια στο Παρίσι για συνεντεύξεις και πλάνα, είδαμε σύγχρονες μορφές του Ματαρόα και πώς αυτό επιστρέφει σήμερα μέσα από άλλες μορφές τέχνης. Οι αξίες που για μένα πρεσβεύει το Ματαρόα κι ένα προσωπικό στοίχημα συνέθεσαν μία δύσκολη αλλά τόσο ενδιαφέρουσα περιπέτεια που ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια». Η ταινία προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ και events (2ο GRECDOC Festival Paris 2020 – Bronze Award, 4th CineDoc 2019, 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας -τιμητική διάκριση, 17e Internationale Festival Signes de Nuit – Paris, Fondation Hellenique, Paris, Polyphonic Festival) και βγήκε στις αίθουσες το 2019.
Σε όλα τα κινηματογραφικά εγχειρήματα με τα οποία ασχολείται ο Ανδρέας Σιαδήμας υπάρχει η έρευνα. «Από τη στιγμή που έχεις να διαχειριστείς ένα ιστορικό θέμα η έρευνα τεκμηριώνει μία ιστορική αλήθεια πρέπει να είναι όσο γίνεται, πλήρης. Είναι από τα στοιχεία που για μένα κάνουν ενδιαφέρον ένα σχέδιο. Στη μυθοπλασία με ενδιαφέρει το σενάριο, στο ντοκιμαντέρ με ενδιαφέρουν η ιστορία και πάντα βέβαια οι χαρακτήρες. Θέλω να υπάρχει μία πρωτογενής ενδιαφέρουσα ιδέα, μία καλή βάση για να χτίσω».
Μέχρι τώρα τουλάχιστον, τον κέρδισε το ντοκιμαντέρ ως είδος που έχει πιο διαχειρίσιμη παραγωγή, πραγματικούς χαρακτήρες και ιστορίες, έστω κι αν η φόρμα είναι πάντα μια πρόκληση, όπως λέει. «Είναι μείζον για μένα να βγάλεις τη γνησιότητα των χαρακτήρων στην οθόνη κι αυτό απαιτεί πολύ δουλειά για να χτιστεί οικειότητα και άνεση ώστε να σου ανοιχτεί ο άλλος, να βγάλεις στοιχεία που ενίοτε οι ίδιοι οι χαρακτήρες δεν γνωρίζουν για τον εαυτό τους, να σπάσουν στερεά και κλειδώματα. Μέσα από αυτά επαναπροσδιορίζεις κι εσύ τον εαυτό σου, σηκώνεις τον καθρέφτη και προχωράς».
Η κιβωτός του Οκτάβιου Μερλιέ
Το θρυλικό ταξίδι του «Ματαρόα», με επιβάτες τους μετέπειτα διάσημους υποτρόφους του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών στο Παρίσι, τον Δεκέμβριο του 1945.


Η ιδέα και η οργάνωση του ταξιδιού πιστώνονται στον Οκτάβιο Μερλιέ και στον Ροζέ Μιλλιέξ του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, οι οποίοι μεσολάβησαν ώστε να χορηγηθεί υποτροφία σε έναν αριθμό νεαρών Ελλήνων προκειμένου να συνεχίσουν στο Παρίσι τις σπουδές που διέκοψαν ή δεν άρχισαν ποτέ λόγω της Κατοχής. Ήταν ένας τρόπος, επίσης, ώστε ορισμένοι εξ αυτών να μην κινδυνέψουν, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό ήταν αριστερής ιδεολογίας και δράσης – όταν μιλάμε για τον Δεκέμβριο του 1945, μιλάμε για τις παραμονές του Εμφυλίου. Η επιλογή των υποτρόφων, πάντως, δεν έγινε με πολιτικά κριτήρια, παρά την παραφιλολογία που αναπτύχθηκε στο τεταμένο κλίμα των ετών που ακολούθησαν, κάτι που αποδεικνύεται και από τη σπουδαία πορεία που είχε η πλειονότητα των υποτρόφων στη συνέχεια.
Η οργάνωση του ταξιδιού δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση και πέρασαν μήνες μέχρι να βρεθεί διαθέσιμο καράβι να μεταφέρει τους Έλληνες φοιτητές. Επιλέχθηκε τελικά το «Ματαρόα», το οποίο είχε μόλις κάνει το δρομολόγιο μέχρι τη Χάιφα, μεταφέροντας στην Παλαιστίνη επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ
Όσα γνωρίζουμε σήμερα για το ταξίδι εκείνο βασίζονται σε ντοκουμέντα που συγκεντρώθηκαν στην πορεία των ετών από μελετητές που εκτίμησαν την ιστορική σημασία της αποστολής, αλλά φυσικά και σε αφηγήσεις των πρωταγωνιστών του· η Μιμίκα Κρανάκη έγραψε τις αναμνήσεις της στο «Ματαρόα σε δύο φωνές / Σελίδες ξενητιάς» (εκδ. Μουσείου Μπενάκη), ενώ η Νέλλη Ανδρικοπούλου, εικαστικός, αργότερα σύζυγος του Νίκου Εγγονόπουλου, συγκέντρωσε τις δικές της αναμνήσεις και άλλων παλιών συνταξιδιωτών της στο βιβλίο «Το ταξίδι του Ματαρόα, 1945. Στον καθρέφτη της μνήμης» (εκδ. Εστίας). Όσον αφορά τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, πάντως, η πιο αξιόπιστη πηγή είναι η ολιγοσέλιδη επιστολή που έστειλε στον Μερλιέ ο αρχιτέκτονας και εκτελών χρέη αρχηγού της αποστολής των υποτρόφων, Πάνος Τζελέπης, λίγες μέρες μετά την άφιξη στο Παρίσι. Ο Τζελέπης φαίνεται ότι κρατούσε σημειώσεις, ώστε να μπορέσει να συντάξει αυτό το αναλυτικό-απολογιστικό σημείωμα, το οποίο ευτυχώς διασώθηκε και μπορεί κανείς να το διαβάσει στον εξαιρετικό συλλογικό τόμο «Ματαρόα, 1945. Από τον μύθο στην ιστορία» (εκδ. Ασίνη).

Περιγράφει, λοιπόν, ο Τζελέπης ότι οι υπότροφοι συγκεντρώθηκαν στον Πειραιά στις 21 Δεκεμβρίου, ότι μετά κόπων και βασάνων βρήκαν τρόπο να προσεγγίσουν το πλοίο με βάρκες, να ξεπεράσουν τους ελέγχους, να μεταφέρουν τις αποσκευές τους, να βρουν πού θα κοιμηθούν. Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, είχε βραδιάσει: «Η νύχτα υπό τον αττικό ουρανό ήταν εξαιρετικά όμορφη. Παραμείναμε στο κατάστρωμα μέχρι αργά το βράδυ, αστειευόμενοι και τραγουδώντας. Ο απόπλους έγινε το πρωί του Σαββάτου στις 22.12.1945, στις 7.30 αντί για τις 6 π.μ.». Δεν ήταν για όλους το ίδιο ανέμελο εκείνο το βράδυ. Ο Μάνος Ζαχαρίας, 23 ετών, που ήταν έντονα πολιτικοποιημένος (και στην πορεία έγινε ένας καλός σκηνοθέτης), έχει πει ότι πέρασε εκείνο το βράδυ με την αγωνία ότι τελευταία στιγμή κάτι θα γίνει, ότι κάποιος θα εμφανιστεί και θα τον τραβήξει πίσω.
Ο φόβος διαλύθηκε με την αναχώρηση του «Ματαρόα». Υπάρχει ένα περιστατικό που το αποδεικνύει: οι υπότροφοι αρνήθηκαν να φορέσουν σωσίβια (μάλιστα τα πέταξαν επιδεικτικά στη θάλασσα), παρά τις οδηγίες των Άγγλων αξιωματικών του, που φοβούνταν τις θαλάσσιες νάρκες. Πλέον, έναν χρόνο και κάτι μετά την απελευθέρωση, οι άνθρωποι αυτοί ένιωθαν επιτέλους ελεύθεροι. Το πρώτο βράδυ εν πλω οργανώθηκε μια μικρή γιορτή, που μνημονεύεται από όλους: ο Δημήτρης Χωραφάς έπαιξε βιολί, η Βούλα Τράκα πιάνο, η Κατερίνα Καχραμάνη απήγγειλε ένα ποίημα. Χωρίς άλλα σημαντικά απρόοπτα και παρά την ταραγμένη θάλασσα της Αδριατικής, το καράβι έφτασε στο μισοκατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς λιμάνι του Τάραντα στις 24 Δεκεμβρίου. Από το σημείο εκείνο ξεκίνησε το δεύτερο μέρος του ταξιδιού, το οποίο αποδείχτηκε πολύ πιο δύσκολο.
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΜΕ ΤΡΕΝΟ
Στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τάραντα τους περίμενε ένα τρένο με ξύλινα βαγόνια, που υπό φυσιολογικές συνθήκες μετέφερε άλογα, χωρίς παράθυρα και με μία μόνο τουαλέτα. Σε όλες τις μαρτυρίες οι συνθήκες περιγράφονται ως απάνθρωπες και μέχρι τη Ρώμη, όπου άλλαξαν τρένο, κάθισαν στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο για 24 (!) ώρες. Υπάρχει κι εδώ όμως ένα ενδιαφέρον περιστατικό. Ορισμένοι από τους υποτρόφους δεν είχαν προλάβει να γνωριστούν στο πλοίο, οπότε είχαν την ευκαιρία τους να το πράξουν εκ του σύνεγγυς μέσα στο βαγόνι. Ο Φωκίωνας Λοΐζος, αρχιτέκτονας και μετέπειτα καθηγητής στο Πολυτεχνείο, γνώρισε εκεί τη Βούλα Τράκα, με την οποία αργότερα παντρεύτηκαν. Άλλοι βέβαια γνωρίζονταν ήδη καλά. Σε μια γωνιά, μια αχώριστη τετράδα συζητούσε για φιλοσοφία, για λογοτεχνία, για τέχνη: ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κώστας Αξελός, ο Κώστας Παπαϊωάννου και η Μιμίκα Κρανάκη.

Τίποτα δεν ήταν εύκολο. Για να βρουν φαγητό στις διάφορες στάσεις, καθώς δεν είχαν συνάλλαγμα, αντάλλασσαν τσιγάρα. Έκαναν Χριστούγεννα στο τρένο, έπειτα μια στάση στην Μπολόνια και μετά στο Μιλάνο. Εκεί συνέβη ένα απρόοπτο, καθώς η Αναστασία Σίνι-Βογιατζή και η Ελένη Θωμοπούλου έχασαν την ανταπόκριση επειδή είχαν πεταχτεί να δουν από κοντά το Ντουόμο. Εκ των υστέρων ακούγεται ίσως αστείο, ένα ανέκδοτο της ιστορίας, ωστόσο το περιστατικό μάς προκαλεί να σκεφτούμε ότι εκείνοι οι νεαροί φοιτητές έβλεπαν, έπειτα από πολλά σκληρά χρόνια, τη ζωή να ανοίγεται ξαφνικά μπροστά τους, όμορφη, προκλητική, γεμάτη δυνατότητες και πιθανότητες. Γενικότερα, πάντως, όπως σημειώνει στην πολύ ενδιαφέρουσα αποτίμηση αυτής της περιπέτειας ο καθηγητής Νικόλας Μανιτάκης, «για τους περισσότερους από τους Έλληνες επιβάτες, το ταξίδι του “Ματαρόα” σήμαινε την έξοδο από έναν πόλεμο χωρίς τέλος, την απομάκρυνση από τους κινδύνους και τις στερήσεις που τον συνόδευαν, την επανασύνδεση με την προπολεμική τακτική του “προσκυνήματος” στην πνευματική, επιστημονική και καλλιτεχνική Μέκκα που συμβόλιζε το Παρίσι»**.
Η αποστολή πέρασε τα σύνορα της Ελβετίας στις 26 του μήνα και εκεί προέκυψε ένα καινούργιο ζήτημα. Οι Ελβετοί, οι οποίοι περιγράφονται από όλους ως υπερόπτες και εκτός πραγματικότητας (λόγω της μη εμπλοκής τους στον πόλεμο), είχαν μόλις ενημερωθεί ότι εντοπίστηκαν κρούσματα πανούκλας στον Τάραντα. Καθώς οι Έλληνες υπότροφοι είχαν περάσει από εκεί, αποφασίστηκε να απομονωθούν. Με συνοπτικές διαδικασίες μεταφέρθηκαν σε ένα κτίριο και ψεκάστηκαν με DDT, σε μια διαδικασία που έμεινε σε όλους ως βάρβαρη και ταπεινωτική. Το ταξίδι αργότερα συνεχίστηκε και το τρένο τούς οδήγησε τελικά στον σταθμό Gare de l’Est, τα μεσάνυχτα της 28ης Δεκεμβρίου.
ΤΟ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΠΑΡΙΣΙ
Οι υπότροφοι βρήκαν κάποια δωμάτια στο ελληνικό περίπτερο της Πανεπιστημιούπολης, κάποιες κοπέλες εγκαταστάθηκαν στο αμερικανικό (το ελληνικό δεχόταν για κάποιον λόγο μόνο άνδρες φοιτητές), άλλοι τοποθετήθηκαν προσωρινά στο ξενοδοχείο Lutetia. Παρά τις καλές συνθήκες φιλοξενίας και το έντονο ενδιαφέρον των Γάλλων, η ζωή δεν ήταν εύκολη. Η Νέλλη Ανδρικοπούλου γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο της: «Το Παρίσι είχε απελευθερωθεί τον Αύγουστο του ’44, αλλά απείχε ακόμα πολύ από το να βρει τους ρυθμούς του. Το ’46 ζήσαμε με δελτίο τροφίμων, το περίφημο τικέ, το καθημερινό μας μέλημα – άφθονη λαχανίδα και κρέας μία φορά την εβδομάδα. […] Ένα λεμόνι που μου έστειλαν το Πάσχα απ’ την Ελλάδα μού φάνηκε τόσο ωραίο και πολύτιμο, που το ακούμπησα στον νιπτήρα μου να το βλέπω κάθε μέρα, μέχρι που σάπισε επιτόπου».

Εκτός από όσους αναφέρθηκαν ήδη, το ταξίδι αυτό έκανε επίσης η πεζογράφος Έλλη Αλεξίου και οι ποιητές Ανδρέας Καμπάς και Μάτση Χατζηλαζάρου, οι γλύπτες Μέμος Μακρής και Κώστας Κουλεντιανός, η ζωγράφος Ελένη Σταθοπούλου, οι αρχιτέκτονες Γεώργιος Κανδύλης, Αριστομένης Προβελέγγιος και Νικόλαος Χατζημιχάλης, ο φιλόλογος Εμμανουήλ Κριαράς και ο τεχνοκριτικός Άγγελος Προκοπίου, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος και δεκάδες ακόμα άνθρωποι που διακρίθηκαν στις τέχνες και τις επιστήμες. Κάποιοι άλλοι, λιγότεροι, έφτασαν στο Παρίσι μερικούς μήνες αργότερα με ένα δεύτερο πλοίο, το σουηδικό «Gripsholm». Ο σκηνοθέτης Άδωνις Κύρου δεν βρισκόταν στο «Ματαρόα», όπως συχνά λέγεται, αλλά είχε φτάσει νωρίτερα στο Παρίσι και μάλιστα υποδέχτηκε την αποστολή στον σταθμό, ενώ ο μουσικός Ιάννης Ξενάκης, ο οποίος επίσης συνδέεται με τους υποτρόφους, έφτασε τελικά στη γαλλική πρωτεύουσα το 1947.
Ορισμένοι επέστρεψαν στην Ελλάδα αφού ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, κάτι που θεωρητικά ήταν εξαρχής ο στόχος, άλλοι μπορεί να ήθελαν να γυρίσουν, αλλά για πολιτικούς λόγους αυτό κατέστη αδύνατο, κάποιοι συνέχισαν τη διαδρομή τους σε άλλες χώρες και υπήρξαν και αρκετοί που έζησαν από επιλογή στο Παρίσι.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου, για παράδειγμα, η οποία εν τω μεταξύ είχε χωρίσει με τον σύζυγό της Ανδρέα Εμπειρίκο, έκανε αίτηση για μόνιμη παραμονή στο Παρίσι αφού έληξε η υποτροφία της το 1947, και το παρακάτω απόσπασμα περιγράφει χαρακτηριστικά την επίδραση της γαλλικής κουλτούρας, τη διαμόρφωση μιας σημαντικής ελληνογαλλικής σύνδεσης και μιας σχέσης εμπιστοσύνης και ευθύνης που δημιούργησε, συμβολικά ίσως, το «Ματαρόα» σε μια γενιά: «Σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε τη μόνιμη διαμονή στο Παρίσι, καθότι για εμάς τους διανοούμενους η Γαλλία αποτελεί τη χώρα που το πνεύμα ανθίζει και που μας δίνεται η ελπίδα να δουλέψουμε ο καθένας με τον τρόπο του και να δώσουμε, ανάλογα με τις δυνάμεις μας, ό,τι καλύτερο μπορούμε»***.
Εκτός από όσα πέτυχαν οι υπότροφοι του 1945 ο καθένας για τον εαυτό του, μέσα από το ταξίδι τους δημιούργησαν έναν μύθο, έναν μύθο που συντήρησε στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας του μεταπολεμικού κόσμου τη γοητεία του Παρισιού, την ταύτισή του με την ελπίδα και την ελευθερία, στοιχεία που ασφαλώς επιβεβαιώθηκαν και αργότερα, στα χρόνια της δικτατορίας και του Μάη του ’68.
* Απόσπασμα από το κείμενο «Η Οδύσσειά μου πάνω στο Ματαρόα» του Ντίκου Βυζάντιου, το οποίο συμπεριλαμβάνει η Νέλλη Ανδρικοπούλου στο βιβλίο της «Το ταξίδι του Ματαρόα, 1945. Στον καθρέφτη της μνήμης» (εκδ. Εστίας).
** Το κείμενο του Νικόλα Μανιτάκη «Ματαρόα, 1945. Το ιστορικό πλαίσιο» περιέχεται στο βιβλίο «Ματαρόα, 1945. Από τον μύθο στην ιστορία» (εκδ. Ασίνη).
*** Το απόσπασμα βρίσκεται στο αρχείο του Μουσείου Μπενάκη. Αναπαράγεται από τη Λουσίλ Αρνό, καθηγήτρια Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Τουρ, στο κείμενό της «Η Έλλη Αλεξίου, η Μάτση Χατζηλαζάρου και η περιπέτεια του Ματαρόα», που περιέχεται στο βιβλίο «Ματαρόα, 1945. Από τον μύθο στην ιστορία» (εκδ. Ασίνη).