Communauté grecque des Alpes-Maritimes

Grec moderne – termes grammaticaux et ponctuation

Une sélection des termes grammaticaux utilisés dans les cours.

 adverbe affirmatif βεβαιωτικό επίρρημα (το) :
 adverbe de doute διστακτικό επίρρημα (το) :
 adverbe de lieu τοπικό επίρρημα (το) :
 article indéfini αόριστο άρθρο (το) :
 féminin θηλυκό (το) :
 fléchissement πτώση (η) :
 formes à flexion κλιτά (τα) :
 formes indéclinables άκλιτα (τα) :
 indicatif οριστική έγκλιση (η) :
 infinitif απαρέμφατο (το) :
 neutre ουδέτερο (το) :
 nom commun κοινό όνομα (το) :
 numéraux cardinaux απόλυτα αριθμητικά (τα) :
 numéraux ordinaux τακτικά αριθμητικά (τα) :
 parfait παρακείμενος (χρόνος) (ο) :
 présent ενεστώτας (ο) :
 pronom indéfini αόριστη αντωνυμία (η) :
 pronom possessif κτητική αντωνυμία (η) :
 temps composé περιφραστικός χρόνος (ο) :
 verbe transitif μεταβατικό ρήμα (το) :
accusatif αιτιατική (η) :
active ενεργητική φωνή (η) :
adjectif επίθετο (το) :
adverbe επίρρημα (το) :
adverbe de manière τροπικό επίρρημα (το) :
adverbe de quantité ποσοτικό επίρρημα (το) :
adverbe indéfini αόριστο επίρρημα (το) :
adverbe interrogatif ερωτηματικό επίρρημα (το) :
adverbe négatif αρνητικό επίρρημα (το) :
aoriste αόριστος (ο) :
aoriste asigmatique άσιγμος αόριστος (ο) :
aoriste sigmatique στιγματικός αόριστος (ο) :
article άρθρο (το) :
article défini οριστικό άρθρο (το) :
augment αύξηση (η) :
comparatif συγκριτικό (το) :
conjonction σύνδεσμος (ο) :
conjonction de coordination συμπλεκτικός σύνδεσμος (ο) :
conjugaison, flexion κλίση (η) :
datif δοτική (η) :
degrés de l’adjectif βαθμοί του επιθέτου (οι) :
forme τύπος (ο) :
futur μέλλοντας (ο) :
futur antérieur συντελεσμένος μέλλοντας (ο) :
futur continu εξακολουθητικός μέλλοντας (ο) :
futur momentané στιγμιαίος μέλλοντας (ο) :
génitif γενική (η) :
genre γένος (το) :
groupe verbal συζυγία (η) :
homonymes ομώνυμα (τα) :
imparfait παρατατικός (ο) :
impératif προστακτική έγκλιση (η) :
interjection επιφώνημα (το) :
masculin αρσενικό (το) :
mode έγκλιση (η) :
nom όνομα (το) :
nom abstrait αφηρημένο όνομα (το) :
nom collectif περιληπτικό όνομα (το) :
nom imparisyllabique ανισοσύλλαβο όνομα (το) :
nom propre κύριο όνομα (το) :
nombre αριθμός (ο) :
nominatif ονομαστική (η) :
numéraux αριθμητικά (τα) :
paronymes παρώνυμα  (τα) :
paroxyton παροξύτονος :
participe μετοχή (η) :
participe présent μετοχή του ενεστώτα (η) :
passé παρελθόν (το) :
personne πρόσωπο (το) :
pluriel πληθυντικός (ο) :
plus que parfait υπερσυντέλικος (ο) :
positif θετικό (το) :
préfixe πρόθημα (το) :
préposition πρόθεση (η) :
pronom αντωνυμία (η) :
pronom défini οριστική αντωνυμία (η) :
pronom démonstratif δεικτική αντωνυμία (η) :
pronom interrogatif ερωτηματική αντωνυμία (η) :
pronom personnel προσωπική αντωνυμία (η) :
pronom réfléchi αυτοπαθής αντωνυμία (η) :
pronom relatif αναφορική αντωνυμία (η) :
radical θέμα (το) :
second (aoriste) δεύτερος αόριστος (ο) :
sigmatique (aoriste) στιγματικός αόριστος (ο) :
singulier ενικός (ο) :
subjonctif υποτακτική έγκλιση (η) :
substantif ουσιαστικό (το) :
suffixe επίθημα (το) :
superlatif υπερθετικό (το) :
superlatif absolu απόλυτο υπερθετικό (το) :
superlatif relatif σχετικό υπερθετικό (το) :
temps simple μονολεκτικός χρόνος (ο) :
terminaison κατάληξη (η) :
verbe ρήμα (το) :
verbe auxiliaire βοηθητικό ρήμα (το) :
verbe déponent αποθετικό ρήμα (το) :
verbe impersonnel απρόσωπο ρήμα (το) :
verbe intransitif αμετάβατό ρήμα (το) :
verbes irréguliers ανώμαλα ρήματα :
vocatif κλητική (η) :
voix moyenne μέση φωνή (η) :
voix passive παθητική φωνή (η) :

Ponctuation

Les signes de ponctuation structurent et organisent l’écrit, et indiquent les pauses et l’intonation à suivre quand un texte est lu à voix haute. L’origine de la ponctuation vient de la rhétorique classique, l’art oratoire. Lorsqu’un discours était rédigé en Rome et Grèce Antique, des signes de ponctuation étaient utilisés pour signaler à quel moment et pour quelle durée l’orateur devait faire une pause. Ces pauses ont été nommées selon les sections qu’elles découpaient. La plus courte était une virgule, la section la plus longue était appelée un point et entre les deux existait un deux-points .

Les règles de ponctuation varient beaucoup d’une langue à une autre. Le Grec utilise le point-virgule (;) à la place du point d’interrogation (?), tandis que le deux-points (:) et le point-virgule (;) sont exprimés par un point en haut (•).

La question « Comment vas-tu ? » en français deviendrait en grec « Τι κάνεις; ».

accent τόνος (ο) : αυτό
apostrophe απόστροφος (η) :  apostrophe απ΄εδώ
guillemets εισαγωγικά :  » κάνει « 
parenthèse παρένθεση (η): ( θα ήταν )
point τελεία (η) : η πόρτα.
point d’exclamation   θαυμαστικό (το) : καλά !
point d’interrogation ερωτηματικό (το) : Τι κάνεις;
tiret παύλα (η) : είπε ότι –
tréma διαλυτικά  (τα) : πρώτο :
virgule κόμμα (το) : παιδί, άνδρας, 
points de suspension αποσιωπητικά (ή τρεις τελείες) εάν…

Pour plus d’informations sur la ponctuation…

Poccetti Paolo, « La réflexion autour de la ponctuation dans l’Antiquité gréco-latine », Langue française, 2011/4 (n°172), p. 19-35. DOI : 10.3917/lf.172.0019. URL : https://www.cairn-int.info/revue-langue-francaise-2011-4-page-19.htm