Η μετανάστευση Ελλήνων προς άλλες χώρες είναι ένα φαινόμενο πολύ παλιό. Τόσο παλιό, που ξεκινάει από αρκετούς αιώνες προ Χριστού. Κατά τους τελευταίους τρείς αιώνες, όμως, η μετανάστευση/φυγή από την Ελλάδα, μπορεί να χωριστεί σε τέσσερα μεγάλα «κύματα».
– Σαν πρώτο «κύμα» μπορεί να θεωρηθεί η μετανάστευση Ελλήνων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, κυρίως προς χώρες των Βαλκανίων, την Αίγυπτο και την Ρωσία. Οι Έλληνες αυτοί δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στο μεταπρατικό εμπόριο και στο χρηματοπιστωτικό πεδίο, καθώς επίσης και στο εμπόριο προϊόντων πολυτελείας, όπως ο Βαρβάκης που κρατούσε στα χέρια του το εμπόριο χαβιαριού στην Κασπία Θάλασσα. Η ελληνική αυτή διασπορά είχε λίγες άμεσες σχέσεις με την Ελλάδα, κυρίως λόγω της Οθωμανικής κατοχής, αλλά και της δυσκολίας μετακινήσεων. Μετά την Ανεξαρτησία και κυρίως στα μέσα του 19ου αιώνα, πολλοί από τους Έλληνες αυτούς δώρισαν στην Ελλάδα μεγάλα ποσά για κοινωφελή έργα και οικοδόμησαν μεγάλες κατοικίες στην Αθήνα. Η ελληνική διασπορα του πρώτου «κύματος» δημιούργησε μια αστική και μεγαλο-αστική τάξη στις χώρες που ζούσε, με σημαντική επιρροή στην πολιτική ζωή των χωρών αυτών. Οι τάξεις αυτές, αν και δεν είχαν άμεσες και συνεχείς σχέσεις με την Ελλάδα, εμφάνισαν αργότερα τους μεγάλους δωρητές που βοήθησαν με σπουδαίο και εθνικά κρίσιμο τρόπο (πχ η δωρεά του θωρηκτού «Αβέρωφ») στην οικοδόμηση του νεοελληνικού Κράτους. Το Ελληνικό κράτος ετίμησε τους ανθρώπους αυτούς με την ανακήρυξή τους σε Εθνικούς Ευεργέτες, την ανέγερση αγαλμάτων και την ενσωμάτωσή των πράξεών τους στην επίσημη ιστορία.
– Το δεύτερο «κύμα» μετανάστευσης αφορά τους οικονομικούς μετανάστες, κυρίως από την επαρχία, που φεύγουν προς Αμερική, Αυστραλία, Αφρική και, αργότερα, Γερμανία και Βέλγιο σε όλη την περίοδο 1900-1970 (περίπου). Οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν λόγω φτώχειας. Η πρώτη γενιά απασχολήθηκε κυρίως σε χαμηλά αμειβόμενες χειρωνακτικές εργασίες και έστελνε το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος με εμβάσματα στην Ελλάδα. Τα εμβάσματα αυτά είχαν σκοπό την οικονομική υποστήριξη των μελών των οικογενειών τους, που συνέχιζαν να ζουν σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Μέχρι και την δεκαετία του 70, στο σχολικό βιβλίο «Γεωγραφία της Ελλάδος», στο κεφάλαιο για τις πηγές εισοδήματος της χώρας μας αναφερόταν ότι, μαζύ με τα αγροτικά προϊόντα, τα μεταλλεύματα και τον τουρισμό, ένα απο τα μεγαλύτερα εισοδήματα ήταν οι «άδηλοι πόροι», εννοώντας τα εμβάσματα των μεταναστών και των ναυτικών. Οι μετανάστες του δεύτερου «κύματος», κυρίως της πρώτης γενιάς, δεν δημιούργησαν μια δική τους αστική τάξη στις χώρες που ζούσαν. Η φροντίδα τους ήταν να δουλεψουν σκληρά σε συνθήκες αντίξοες, να αποταμιεύσουν όσο μπορούσαν, να βοηθήσουν τους δικούς τους στην πατρίδα και να μεταδώσουν την ελληνικότητα στα παιδιά τους. Τα εμβάσματά τους έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην ελληνική οικονομία: τόσο γιατί βοήθησαν να επιβιώσουν οι οικογένειές τους στις πόλεις και τα χωριά τους (αλλιώς θα είχανε φύγει και αυτές…), όσο και γιατί προσπόρισαν στην ελληνική οικονομία πολυπόθητο «σκληρό» συνάλλαγμα (σε δολλάρια, μάρκα κλπ). Το Ελληνικό κράτος έχει προσπαθήσει να κρατήσει μια στενή σχέση με αυτο το «κύμα» διασποράς, κυρίως στο εκπαιδευτικό (αποστολή Ελλήνων δασκάλων) και στο θρησκευτικό (δημιουργία μητροπόλεων και αρχιεπισκοπών) επίπεδο. Αρκετοί από αυτούς τους μετανάστες παλλινόστησαν μετα την δεκαετία του 70, αλλά τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους μάλλον έχουν αφομοιωθεί στις χώρες υποδοχής.
Είναι αλήθεια ότι, λόγω των οικονομικών και πρακτικών δυσκολιών που υπήρχαν τα χρόνια εκείνα ώστε να μπορεί κάποιος να επισκέπτεται συχνά την πατρίδα του, οι επαφές των μεταναστών με τις οικογένειές τους ήταν πολύ αραιές. Αυτό το γεγονός είχε δύο σημαντικά αποτελέσματα: (1) την παραγωγή πολιτιστικών προϊόντων (λαϊκά τραγούδια, ποιήματα, πεζογραφήματα κλπ) που παρουσίαζαν την μετανάστευση σαν «κατάρα», τις χώρες υποδοχής σαν «μαύρη ξενιτειά», τις μητέρες των μεταναστών σαν μονίμως μαυροφορεμένες και πενθούσες, την απουσία του μετανάστη σαν ένα περίπου «θάνατο», σαν μια οριστική αποχώριση. (2) την προσπάθεια των μεταναστών να δημιουργήσουν στις χώρες υποδοχής μια «μικρή Ελλάδα», ένα χώρο δικό τους που θα τους θυμίζει την πατρίδα, ένα περιβάλλον όπου τα ελληνικά ήθη και έθιμα θα μπορούν να αναπαράγονται και να διατηρούνται σχεδόν ανέπαφα από τον χρόνο κι από τις επιρροές της φιλοξενούσας χώρας. Εδώ έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι η πρώτη γενιά των μεταναστών του δεύτερου «κύματος» δεν αφομοιώθηκε στις κοινωνίες των ξένων χωρών και παρέμεινε για δεκαετίες στις παρυφές της εργατικής τάξης, γκετοποιημένη, σε μια κατάσταση άμυνας απέναντι στην, συχνά αφιλόξενη, κοινωνία των χωρών υποδοχής.
Το Ελληνικό Κράτος έδωσε μεγάλη σημασία στην διατήρηση της «ελληνικότητας» στη γενιά αυτή των μεταναστών. Η αναπαραγωγή των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, η συνέχεια της επαφής τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία και, κυρίως, η διατήρηση της κοινά εννοούμενης Ελληνικής εθνικής ταυτότητας (απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και των Βυζαντινών, ηθική και πνευματική υπεροχή απέναντι σε άλλους λαούς κλπ) ήταν (και είναι) τα στοιχεία πάνω στα οποία το Ελληνικό Κράτος, σε συνεργασία με τις τοπικές Ελληνικές κοινότητες, έδωσε το μεγαλύτερο βάρος. Δημιουργήθηκε Υφυπουργείο Απόδημου Ελληνισμού, Ιδρύματα Ελληνικού Πολιτισμού σε μεγάλες πρωτεύουσες χωρών με έλληνες μετανάστες, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και αρκετές παρεμφερείς οργανώσεις.
– Το τρίτο «κύμα» δεν έγινε λόγω οικονομικής μετανάστευσης, αλλά λόγω φυγής. Αφορά τις χιλιάδες προσφύγων που έφυγαν από την Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι αριθμοί ποικίλουν, ανάλογα με την μελέτη και τις στατιστικές. Οι πρόσφυγες αυτοί βρέθηκαν αποκλειστικά σε χώρες του Ανατολικού μπλοκ και έζησαν αρχικά σε σχετικά κλειστούς κοινωνικούς χώρους Ελλήνων. Πριν το 1982, οι επαφές τους με την πατρίδα ήταν πολύ περιορισμένες, λόγω των απαγορεύσεων. Κατά την δεκαετία του 80, οι περισσότεροι από αυτούς επέστρεψαν στην Ελλάδα με τον «επαναπατρισμό», αλλά πολλά από τα παιδιά τους αφομοιώθηκαν και ζουν ακόμα στις χώρες υποδοχής. Όπως ήταν φυσικό, λόγω των συνθηκών του Ψυχρού Πολέμου, οι σχέσεις του Ελληνικού Κράτους με την διασπορά αυτη υπήρξε πολύ περιορισμένη.
– Το πιο πρόσφατο, «τέταρτο» κύμα μετανάστευσης, ξεκίνησε περίπου στις αρχές τις δεκαετίας του 80 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με εντεινόμενους μάλιστα ρυθμούς. Αφορά κυρίως δύο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων: (1) νέους που πήγαν σε χώρες του εξωτερικού για προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές και οι οποίοι, μετά το τέλος των σπουδών τους, παρέμειναν εκεί για δουλειά (αφου στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν να βρουν απασχόληση). (2) νέοι επαγγελματίες και επιστήμονες που έφυγαν από την Ελλάδα για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους και απασχολούνται σε ειδικευμένες εργασίες και επιχειρήσεις. Μέχρι πρόσφατα, δεν μπορούσαμε να μιλάμε για αυστηρά «οικονομικούς μετανάστες». Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς θα μπορούσαν να επιβιώσουν στην Ελλάδα χωρίς σοβαρά προβλήματα, έστω και κάνοντας μια εργασία άσχετη με τις σπουδές ή τις ικανότητές τους, έστω και με μια οικονομική βοήθεια απο τις οικογένειές τους. Τα τελευταία χρόνια, όμως, με την μεγάλη κρίση στην Ελλάδα, δικαιολογείται απόλυτα ο όρος «οικονομικοί μετανάστες».
Οι δύο κυριώτερες διαφορές ανάμεσα στους μετανάστες του δεύτερου και τέταρτου «κύματος» είναι:
(α) Οι νέοι του πρόσφατου «κύματος» δεν ψάχνουν μόνο την επιβίωση, αλλά ένα ανώτερο επίπεδο ζωής. Ελάχιστοι από αυτούς απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες (κάτι που θα μπορούσαν να το κάνουν και στην Ελλάδα, άλλωστε…). Το μέγαλύτερο ποσοστό απασχολείται σε άκρως εξειδικευμένες εργασίες, πολλές φορές υψηλά αμειβόμενες, αξιοποιώντας με το καλύτερο δυνατό τρόπο τις σπουδές και τις επιχειρηματικές ικανότητές τους.
(β) Λόγω της ευκολίας και του χαμηλού κόστους των μετακινήσεων, οι άνθρωποι αυτοί ταξιδεύουν συχνά στην πατρίδα. Επίσης, το χαμηλό κόστος των τηλεφωνικών επικοινωνιών, το ίντερνετ και η δορυφορική τηλεόραση επιτρέπουν πια την συνεχή επαφή των Ελλήνων της διασποράς τόσο με τους συγγενείς και φίλους τους, όσο και με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα. Η πατρίδα δεν είναι πλέον ο «μακρυνός, απρόσιτος τόπος» για τον οποίο έπρεπε να πλαθουμε φαντασιακές εικόνες. Η Ελλάδα είναι μια σύγχρονη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οικονομικά και πολιτικά εξελιγμένη, που έχει γίνει με τη σειρά της και αυτή μια χώρα υποδοχής μεταναστών. Λίγα πράγματα θυμίζουν πια την Ελληνική κοινωνία του ‘50, ‘60 και ‘70. Ο κόσμος ταξιδεύει, τα νέα παιδιά παντρεύονται αλλοδαπούς και αλλοδαπές χωρίς κανένα σοβαρό κοινωνικό εμπόδιο.
(γ) Δεν είναι πλέον απαραίτητη η αποστολή εμβασμάτων σε συγγενείς στην Ελλάδα. Η νέα γενιά μεταναστών – ή, ορθότερα, εποίκων (expatriés, expatriates αντί για émigrés, emigrants) – χρησιμοποιεί το εισόδημά της στις χώρες υποδοχής για να δημιουργήσει ένα καλό επίπεδο ζωής και για επενδύσεις σε μετοχές, ακίνητα και επιχειρήσεις. Η οικονομική ωφέλεια για το Ελληνικό Κράτος είναι μόνο έμμεση: δηλαδή, το γεγονός ότι αν όλοι αυτοί οι νέοι ήταν στην Ελλάδα, το ποσοστό ανεργίας θα ήταν πολυ ψηλότερο.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά δημιουργούν τελείως νέες συνθήκες, τόσο στους Έλληνες αυτής της καινούργιας διασποράς, όσο και στις σχέσεις του Ελληνικού Κράτους με αυτούς.
Οι σχέσεις της Ελληνικής Διασποράς με το Ελληνικό Κράτος πέρασαν από πολλές φάσεις. Ίσως δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρξαν αρκετοι διανοούμενοι, με κυριώτερο εκπρόσωπο τον Ίωνα Δραγούμη, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο Ελληνισμός θα ήταν καλύτερα αν βρισκόταν διασπαρμένος σε διάφορες χώρες του κόσμου, παρά αν συγκεντρωνόταν σε μια κρατική και εδαφική οντότητα. Κυριώτερο επιχείρημά τους ήταν η επιτυχία της εβραϊκής διασποράς. Τελικά, το ελληνικό κράτος που δημιουργήθηκε αρχικά το 1830, επέβαλε την παρουσία του, σαν ένας παράλληλος φορέας του Ελληνισμού. Η σχέσεις αγάπης-δυσπιστίας μεταξύ Ελλήνων της Ελλάδας και της Διασποράς, είναι λίγο-πολύ γνωστή και έχει μελετηθεί εξαντλητικά. Εδώ, θα ήθελα να κάνω μια μικρή ανάλυση της σχέσης αυτής, χρησιμοποιώντας το ανώτατο νομικό πλαίσιο της χώρας, το Ελληνικό Συνταγμα. Στο τωρινό Συνταγμα του 1976, υπάρχουν ωρισμένα άρθρα που αφορούν άμεσα τους Έλληνες της Διασποράς. Είναι το Άρθρο 1, παράγραφος 3 και το Άρθρο 108. Σε άμεση σχέση είναι και η νομοθεσία για το δικαίωμα ψήφου που έχουν οι Έλληνες πολίτες πάνω από 18 ετών.
Τα προβλήματα ξεκινούν σχεδόν αμέσως, με το Άρθρο 1, παράγραφος 3 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Αυτός ο διαχωρισμός Λαού και Έθνους δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές πληθυσμιακές οντότητες. Τι σημάινει Λαός και τι σημαίνει Έθνος δεν διευκρινίζεται πουθενά. Άν δεχτούμε τον στενό ορισμό του Λαού ως «το μέρος του Ελληνισμού που έχει εκλογικά δικαιώματα», τότε η άρνηση παραχώρησης του δικαιώματος ψήφου στο μέρος που ζουν στους Έλληνες της Διασποράς που έχουν εκλογικά δικαιώματα είναι αντισυνταγματική. Άν δεχτούμε τον ακόμα πιο στενό ορισμό του Λαού ως «το μέρος του Ελληνισμού που έχει εκλογικά δικαιώματα και διαμένει στην Ελλάδα», τότε οι Έλληνες της Διασποράς με εκλογικά δικαιώματα δεν ανήκουν στον Λαό αλλά στο «Έθνος», οπότε, σύμφωνα με το Άρθρο 1, τα δικαιώματά τους προστατεύονται από το Σύνταγμα και δικαιούνται να ψηφίζουν. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, οι Έλληνες της Διασποράς πρέπει να διευκολύνονται στην άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος, αλλιώς έχουμε παραβίαση του συντάγματος. Είναι λυπηρό, ότι σε μια πρόσφατη συζήτηση στην Ελληνική Βουλή για την άσκηση ψήφου των Ελλήνων της Διασποράς, μόνο ένα κόμμα ήταν θετικό.
Τα προβλήματα που δημιουργεί η διατύπωση του Άρθρου 1, παρ. 3, δεν σταματούν στα εκλογικά δικαιώματα των Ελλήνων του εξωτερικού. Στο Σύνταγμα του 1976 δεν φαίνεται ότι έγινε πρόβλεψη για τα δύο σημαντικά γεγονότα της τελευταίας εικοσαετίας: (α) την μεγάλη εισροή μεταναστών στην Ελλάδα και, (β) τον πολλαπλασιασμό των μεικτών γάμων μεταξύ Ελλήνων και ξένων πολιτών σε χώρες της διασποράς με αποτέλεσμα τον μεγάλο αριθμό παιδιών με διπλή υπηκοότητα. Ένα παραδείγμα:
– Ένα παιδί 15 χρονών, με διπλή Ελληνική-Γαλλική υπηκοότητα, που ζει στη Γαλλία με Έλληνα πατέρα και Γαλλίδα μητέρα, ανήκει στο Ελληνικό Έθνος; Σε περίπτωση προβλημάτων στην Ελλάδα, το Ελληνικό Σύνταγμα θα το προστατεύσει; Τι γίνεται αν ο πατέρας είναι Γάλλος (ή Ιταλός, ή Ισπανός κλπ) και η μητέρα είναι Ελληνίδα;
Το ΄Αρθρο 1 του Συντάγματος ανήκει στα «θεμελιώδη» άρθρα, δηλαδή δεν μπορεί ποτέ να αναθεωρηθεί απο καμμία κανονική Βουλή. Άρα, το Αρθρο 1 μπορεί μόνο να ερμηνευθεί κατά περίσταση.
Ας αφήσουμε όμως τις δύσκολες ερμηνείες του Άρθρου 1 και ας μιλήσουμε για το Άρθρο 108 που μας αφορά άμεσα. Παράγραφος 1: «Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου Ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα. Επίσης μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την Επικράτεια».
Είναι ένα άρθρο που, φαινομενικά, σφύζει από στοργή και μέριμνα για τους Έλληνες της Διασποράς. Ο όρος που χρησιμοποιεί αρχικά είναι ο «απόδημος Ελληνισμός», οι Έλληνες δηλαδή που έφυγαν από την «μητέρα Πατρίδα», ή, για να είμαστε πιο ξεκάθαροι, οι μετανάστες της πρώτης γενιάς. Το Ελληνικό Κράτος, λοιπόν, ωφείλει να μεριμνά για την «ζωή» αυτών των Ελλήνων και για την διατήρηση των δεσμών με την Πατρίδα. Ο χαρακτηρισμός της Πατρίδας ως «μητέρας» των αποδήμων βάζει από την αρχή σε μια δύσκολη βάση τις σχέσεις Διασποράς και Ελληνικού κράτους: μεταξύ «μητέρας» και «παιδιών». ΄Οπως όλοι ξέρουμε, αυτή η σχέση είναι αρκετά περίεργη: Η «μητέρα» αναμένει σεβασμό και πειθαρχία, ενώ, μερικές φορές τα «παιδιά» είναι ανήσυχα…
Το δεύτερο μέρος του Άρθρου 108, παρ.1 απαιτεί από το Κράτος να φροντίσει για τρία ζητήματα των Ελλήνων «που εργάζονται έξω από την Επικράτεια» : (1) την παιδεία, (2) την επαγγελματική προαγωγή και (3) την κοινωνική προαγωγή
Θεωρώ ότι με την λέξη «προαγωγή», ο νομοθέτης εννοεί την «πρόοδο». Πώς, λοιπόν, το Ελληνικό Κράτος τηρεί αυτές τις δεσμεύσεις;
(α) Για το θέμα της παιδείας, αποστέλλει καθηγητές και δασκάλους στα κατά τόπους ελληνικά σχολεία. Αυτό συνοδεύεται και από αποστολή διδακτικού υλικού. Επίσης, το Ελληνικό Κράτος στέλνει συχνά ΄Ελληνες καλλιτέχνες για παραστάσεις, με πληρωμένα τα έξοδα, ώστε να διατηρήσει την πολιτιστική επαφή με την Ελλάδα.
(β) Για την επαγγελματική πρόοδο, το Ελληνικό Κράτος, με διακρατικές συμφωνίες, μεριμνά για την απρόσκοπτη δυνατότητα των Ελλήνων πολιτών να εργάζονται σε χώρες του εξωτερικού, είτε χωρίς καθόλου προϋποθέσεις (άδεια παραμονής, άδεια εργασίας κλπ), είτε με ευκολότερες τυπικές διαδικασίες. Επίσης το Ελληνικό Κράτος έχει κλείσει συμφωνίες με χώρες εκτός Ε.Ε. ώστε οι συντάξεις παλληνοστούντων Ελλήνων να μπορούν να πληρώνονται στην Ελλάδα (π.χ. Αυστραλία, χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης).
(γ) Για την κοινωνική πρόοδο, δεν είναι ξεκάθαρο ούτε τι εννοεί το Σύνταγμα, ούτε τι κάνει το Ελληνικό Δημόσιο. Κοινωνική πρόοδος μπορεί να σημαίνει την άνοδο των Ελλήνων της Διασποράς σε υψηλότερα κοινωνικά στρώματα. Μπορεί να σημαίνει την προσαρμογή σε σύγχρονα κοινωνικά και πολιτιστικά ρεύματα και την απεξάρτηση από παλαιότερους τρόπους συμπεριφοράς. Μπορεί επίσης και να σημαίνει την προσπάθεια για σύσφιγξη και διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων των αποδήμων Ελλήνων που ζουν στον ίδιο τόπο, στην ίδια πόλη. Δυστυχώς, ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στις Ελληνικές παροικίες είναι η διχόνοια και η φαγωμάρα, που πολλές φορές προέρχεται από διαφορετικές κομματικές τοποθετήσεις. Τα Ελληνικά πολιτικά κόμματα μεταφέρουν, μέσω των εκπροσώπων τους στο εξωτερικό, την πολιτική της διαμάχης και του φανατισμού μέσα στην Διασπορά. Τα αποτελέσματα είναι πολύ άσχημα: αντιπάθειες, κακίες, διαφωνίες, έλλειψη συνεννόησης και συντονισμού. Σε όλα αυτά, η παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους –μέσω των επισήμων φορέων – δεν είναι ξεκάθαρη. Τις περισσότερες φορές, αντί να υπάρξει μια προσπάθεια συμφιλίωσης, το κυβερνόν κόμμα κάνει τα πράγματα χειρότερα…
Μια παρατήρηση που πρέπει να κάνουμε είναι ότι ο «Μείζων Ελληνισμός» της Διασποράς, τις τελευταίες 4 δεκαετίες δεν ξανάβγαλε ούτε Καβάφη, ούτε Τσίρκα, ούτε κανέναν άλλο σημαντικό λογοτέχνη. Η Ελληνική Διασπορά έχει πάρα πολλούς και σπουδαίους επιστήμονες, πανεπιστημιακούς, επιχειρηματίες, αλλά όχι πια ανθρώπους των τεχνών. Μετά την γενιά του Ιάννη Ξενάκη, του Κώστα Γαβρά, της Νάνας Μούσχουρη, του Κορνήλιου Καστοριάδη και άλλων, δεν υπάρχει πλέον προσφορά στο διεθνές πεδίο από Έλληνες της Διασποράς. Αυτό ίσως αντανακλά και την γενικώτερη πενία που υπάρχει στον χώρο της τέχνης στο σύνολο του Ελληνισμού και δείχνει ότι η Ελληνική Διασπορά επηρεάζεται βαθύτατα από τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
Είναι ενδιαφέρον να δούμε επίσης και την δεύτερη παράγραφο του Άρθρου 108: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, που έχει ως αποστολή του την έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού ελληνισμού». Το Ελληνικό Κράτος, δηλαδή, ιδρύει και καθορίζει εκ των προτέρων ένα «Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού», που θα υπάγεται και θα λειτουργεί βάσει νόμων του Κράτους. Πουθενά σε αυτή την παράγραφο δεν ζητείται και δεν φαίνεται η συμμετοχή των αποδήμων. Το άρθρο αυτό, έτσι όπως είναι γραμμένο, δίνει την εντύπωση ότι το Συμβούλιο αυτό είναι ένα όργανο του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπό να «εκμεταλλεύεται» προς το συμφέρον του Ελληνικού Κράτους τις «δυνάμεις» των Ελλήνων της Διασποράς.
Για να πραγματοποιηθούν οι δεσμεύσεις του Άρθρου 108, πρέπει πρώτα να ξεκαθαριστεί ποιός αποφασίζει για το ποιές είναι οι παιδαγωγικές, επαγγελματικές και κοινωνικές ανάγκες των Ελλήνων της Διασποράς. Οι ίδιοι οι απόδημοι, ή το Ελληνικό Κράτος; Κι εδώ, πιστεύω, βρίσκεται το πιο δύσκολο σημείο: κανονικά, θα πρέπει οι απόδημοι να αποφασίζουν για το τι χρειάζονται. Υπάρχουν κάποιοι φορείς των Ελλήνων της Διασποράς (Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού, Παγκόσμια Διακοινοβουλευτική ΄Ενωση Ελληνισμού) που, όμως, φαίνεται να κυριαρχούνται από τους Έλληνες της Αμερικής και της Αυστραλίας. Χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τον ρόλο αυτών των οργανώσεων, πρέπει να σημειώσω ότι στα 22 χρόνια που έμεινα στον Λονδίνο και στα 3 χρόνια που διαμένω στην Κυανή Ακτή, δεν έχω δει ούτε μια φορά εκπροσώπους, παρουσιάσεις, διαλέξεις, συζητήσεις κλπ από αυτές τις οργανώσεις. Η απουσία των φορέων των αποδήμων από σημαντικά κέντρα της Διασποράς έχει σαν αποτέλεσμα αποφάσεις που αφορούν τις Ελληνικές παροικίες να παίρνονται εν αγνοία των αποδήμων και, συχνά, εναντίον των απόψεών τους. Πολλές φορές, οι κατά τόπους Ελληνορθόδοξες εκκλησίες, καθώς και οι εκπρόσωποι των Ελληνικών πολιτικών κομμάτων, παίζουν τον ρόλο του εκφραστή των αναγκών των αποδήμων, ερχόμενοι σε άμεση επαφή με τα σχετικά Ελληνικά Υπουργεία. Είναι, επίσης, ολοφάνερη η απουσία, τόσο αυτών των οργανώσεων, όσο και των κατά τόπους προξενικών αρχών, όσο αφορά την πληροφόρηση των αποδήμων για νέους νόμους που ψηφίζονται στην Ελλάδα και που τους αφορούν άμεσα. Κυριώτερο παράδειγμα είναι ο νόμος για το Κτηματολόγιο, για τον οποίο δεν έχει γίνει καμμία οργανωμένη ενημέρωση στους αποδήμους (δήλωση ιδιοκτησίας ακινήτων). Επίσης, καμμία ενημέρωση δεν έχει γίνει ακόμα για τον νέο Φόρο Ακίνητης Περιουσίας (ETΑΠ), όπως δεν μάθαμε τίποτα όταν πριν μερικά χρόνια ξεκίνησε ένας παρόμοιος νόμος (ΤΑΠ, Τέλος Ακίνητης Περιουσίας), με αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες του εξωτερικού να πρέπει να πληρώνουν πρόστιμα. Σήμερα οι κάτοχοι ακινήτων στην Ελλάδα πρέπει να πληρώνουν δύο φόρους: τον ΤΑΠ (στον δήμο ή στην κοινότητα) και τον ETΑΠ (στο Κράτος).
Είναι φανερό για τον γράφοντα, ότι οι Έλληνες της Διασποράς και, κυρίως, οι «διασπορίτες» του πρόσφατου παρελθόντος, πρέπει να παίξουν ένα πιο δραστήριο ρόλο στην διαχείριση της σχέσης Ελληνικού Κράτους-Διασποράς. Οι ανάγκες τους έχουν αλλάξει ριζικά και υπάρχουν πλέον σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις διάφορες χώρες υποδοχής. Τα δύο βασικά ζητήματα που χρειάζονται άμεση λύση είναι: (α) η ψηφοφορία στις χώρες διαμονής και, (β) η συνεχής και επίσημη ενημέρωση των αποδήμων για τους νέους νόμους στην Ελλάδα, από τις κατά τόπους προξενικές αρχές.
Τον Μάρτιο του 2009, επί πρωθυπουργίας Κ.Καραμανλή, έγινε στην Ελληνική Βουλή ψηφοφορία για να αποφασιστεί η ψήφος των αποδήμων. Η Βουλή αποφάσισε να υπάρχει αυξημένη πλειοψηφία (200 βουλευτές υπέρ, αντί για 151). Η πρόταση απορρίφθηκε, αφού μόνο 159 βουλευτές την υπερψήφισαν (Ν.Δ. και ΛΑΟΣ) και 106 την καταψήφισαν (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ). Ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ δήλωσε ότι το κόμμα του καταψήφισε την πρόταση γιατί «άνθρωποι οι οποίοι ζουν δεκάδες χρόνια μακριά από την Ελλάδα, που δεν έχουν καμμία σχέση, καμμία γνώση της ελληνικής πραγματικότητας, θα διαμορφώσουν το εκλογικό αποτέλεσμỨ. Ο τότε εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ (Αλ. Αλαβάνος) δήλωσε ότι πρέπει να ανοίξει ένας διάλογος με το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού για «επιστολική ψήφο και [εκλογικές] περιφέρειες εξωτερικού. Ο τότε εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ και νυν αρχηγός του Ε.Βενιζέλος μίλησε εναντίον της προσπάθειας να μετατραπεί «η εθνική δύναμη του απόδημου ελληνισμού σε κομματικό ακροατήριο».
Το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να ενδιαφέρονται και να επεμβαίνουν στο πώς οι διοικούντες διαχειρίζονται την Ελλάδα θεμελιώνεται με το Άρθρο 120, παράγραφος 2 που αναφέρει ότι: «η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Η παράγραφος αυτή υποχρεώνει όλους τους Έλληνες να είναι αφοσιωμένοι πατριώτες, άρα να ενδιαφέρονται για την κατάσταση στην πατρίδα τους και να αντιδρούν, αν χρειαστεί.
Το άρθρο αυτό γράφτηκε με την ελπίδα να ανοίξει έναν ειλικρινή διάλογο ανάμεσα στους Έλληνες της περιοχής μας και όχι μόνο, για το πώς θα μπορέσουμε να χτίσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για μια πιο υγιή σχέση με την Ελλάδα και μια πιο δημιουργική παρουσία μας στις χώρες που μένουμε.