Παρασκευή, 25 Μαρτίου 2005
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΣΣΟΥ
Η λύρα και η σημαία
Στις αρχές του 1822, ένας εικοσιπεντάχρονος Γάλλος ποιητής, που έμελλε, μερικά χρόνια αργότερα, να εξελιχθεί σε κορυφαία μορφή των γαλλικών γραμμάτων, εκδίδει μια ποιητική συλλογή, « στρατευμένη » (όπως θα λέγαμε σήμερα) « σε μια ιερή υπόθεση » (όπως την αποκαλεί ο ίδιος ο ποιητής).
« Ιερή υπόθεση » είναι η Ελληνική Επανάσταση, η « στρατευμένη » ποιητική συλλογή φέρει τον τίτλο Ελένη (Héléna) και συγγραφέας της είναι ο Αλφρέ ντε Βινύ (1797-1863).
Στις 24 Μαρτίου 1822, για τη συλλογή αυτή, στο Ετουάλ δημοσιεύεται μια κριτική που καταλογίζει στον ντε Βινύ ότι γράφει ποίηση επικαιρική και ότι « στη λύρα του κρέμασε μια σημαία για να τραβήξει την προσοχή του πλήθους ». Την αδυσώπητη αυτή κριτική υπογράφει ο μόλις εικοσάχρονος τότε Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885).
Όταν έχει κανείς υπόψη του το ποίημα του Ουγκώ « Το Ελληνόπουλο », που έχει επικρατήσει να θεωρείται η ποιητική σημαία του φιλελληνισμού και, στην εξαιρετική μετάφραση του Κωστή Παλαμά, έχει διαπαιδαγωγήσει γενιές και γενιές Νεοελλήνων, μάλλον θα απορήσει για την επικριτική στάση του Ουγκώ απέναντι στη φιλελληνική « στράτευση » του ντε Βινύ.
Λαμβάνοντας δε επιπλέον υπόψη ότι « Το Ελληνόπουλο » περιλαμβάνεται στη συλλογή του Ουγκώ Τα Ανατολικά (Les Orientales) που κυκλοφορεί το 1829, δηλαδή δύο χρόνια μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όταν η τύχη του Ελληνικού Αγώνα έχει ουσιαστικά κριθεί, η απορία του για την αντίδραση του Ουγκώ απέναντι στο ποίημα του Αλφρέ ντε Βινύ μετατρέπεται σε υποψία μήπως ο ποιητής αυτός έγινε φιλέλληνας εκ του ασφαλούς.
Και μάλλον δεν θα αρκούσε, για να μας πείσει περί του αντιθέτου, η δεύτερη « επεξηγηματική » κριτική του Ουγκώ για την Ελένη του ντε Βινύ, η οποία δημοσιεύτηκε έξι μήνες μετά την πρώτη και στην οποία ο Ουγκώ σπεύδει να διευκρινίσει ότι οι ενστάσεις του για το ποίημα του ντε Βινύ δεν αναφέρονταν στο περιεχόμενο, αλλά στην ποιητική αξία του έργου καθεαυτήν. Όχι επειδή πρόκειται για έργο υψηλής ποιητικής αξίας (εξάλλου, την αδυναμία της Ελένης παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Ντε Βινύ, αποκηρύσσοντάς την αργότερα), αλλά επειδή δεν θα ήταν προφανώς δυνατόν ένα κριτικό κείμενο του 1822 να θεωρηθεί πειστικό φιλολογικό άλλοθι για το ποιητικό ξέσπασμα του Ουγκώ υπέρ των Ελλήνων το 1829, με τη συλλογή Τα Ανατολικά.
Όμως ο Ουγκώ, στις 13 Ιουνίου του 1826, στην Εφημερίδα των Συζητήσεων (Journal des Débats), δημοσιεύει ένα πεντακάθαρα φιλελληνικό ποίημα, με τον τίτλο « Κεφάλια στο Σεράϊ ». Το ποίημα αυτό γράφτηκε εν θερμώ και ήταν η αντίδραση του ποιητή στην είδηση για την πτώση του Μεσολογγίου. Ανακρούοντας πρύμναν, γράφει τώρα και εκείνος επικαιρική ποίηση, πέφτοντας μάλιστα και « θύμα » της, αφού στο ποίημά του ο Κωνσταντίνος Κανάρης εμφανίζεται ήδη νεκρός, όχι κατά ποιητική συνθήκη αλλά κατά την εσφαλμένη είδηση που είχαν αναπαραγάγει όλες οι ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής.
Η δημοσίευση του ποιήματος αυτού ακυρώνει οποιαδήποτε υποψία για όψιμο φιλελληνισμό του μεγάλου αυτού ποιητή, αφού η έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης το 1826 είναι ακόμη αβέβαιη. Δεν αναιρεί, όμως, το γεγονός ότι ο Ουγκώ αποφασίζει να « χρεωθεί » ποιητικά την ελληνική υπόθεση αρκετά καθυστερημένα. Για την καθυστέρηση αυτή δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς την υπεράνω συγκρίσεων στάση του Μπάυρον απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Αρκεί η σύγκριση με τους άλλους μεγάλους Ευρωπαίους ποιητές της εποχής: ο Πούσκιν λ.χ. « χρεώνεται » ποιητικά την Ελληνική Επανάσταση ήδη από το 1821, ο δε Σέλλεϋ, χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τους Πέρσες του Αισχύλου, συνθέτει ένα εκτενές λυρικό δράμα με τον τίτλο Hellas, που κυκλοφορεί την άνοιξη του 1822.
Παράλληλα με τους μείζονες, ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός ελασσόνων, γνωστών και αγνώστων, αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, κατακλύζει την Ευρώπη με φιλελληνικά ποιήματα. Των περισσοτέρων αυτών ποιημάτων ο Ουγκώ πρέπει να έχει άμεση γνώση, καθώς συμβαίνει τα χρόνια εκείνα να είναι μέλος της επιτροπής ενός διαρκούς ποιητικού διαγωνισμού, γνωστού στην εποχή του με την επωνυμία « Ακαδημία των Ανθεστηρίων » (« Académie des Jeux Floraux »). Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας από τους ελάσσονες αυτούς φιλέλληνες ποιητές, ονόματι Γκασπάρ ντε Πονς, την άνοιξη του 1821 συνέθεσε σχετικό ποιητικό πόνημα, τιτλοφορώντας το « Επιστολή προς τον κ. Βίκτωρα – Μαρί Ουγκώ, της Ακαδημίας των Ανθεστηρίων, περί της Επανάστασης των Ελλήνων ».
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ένθερμης υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης ποιητικής συνηγορίας, που ξεκινά από τον Μπάυρον και φτάνει μέχρι τον Γκασπάρ ντε Πονς, το να μένει ένας ποιητής, με την πληθωρική συγγραφική προσωπικότητα του Ουγκώ, δημιουργικά σιωπηλός ως προς το θέμα μέχρι το 1826 δεν είναι τυχαίο. Και ούτε είναι τυχαίο το ότι ο Ουγκώ εκδηλώνεται ποιητικά υπέρ της Ελληνικής Επανάστασης το 1826. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ποιητική γραφή της συλλογής Τα Ανατολικά είναι εμφανώς επηρεασμένη από την εκφραστική των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και ότι κατά τα έτη 1824-1825 είχε κυκλοφορήσει στο Παρίσι η περίφημη συλλογή του Κλωντ Φωριέλ (1772-1844) Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδας (Chants populaires de la Grèce moderne), μπορεί δικαιολογημένα να εικάσει ότι αφετηρία της πρώτης ποιητικής εκδήλωσης του Ουγκώ υπέρ της ελληνικής υπόθεσης το 1826 είναι ακριβώς η συλλογή του Φωριέλ. Σε μια Ευρώπη που κυριαρχείται από τον ρομαντισμό, η συλλογή του Φωριέλ έρχεται να διαλύσει κάθε υποψία ότι ενδεχομένως το όραμα για τη δημιουργία μιας νεοελληνικής πολιτικής οντότητας να μην είναι τίποτε παραπάνω από μια ρομαντική ιδεοληψία των θαυμαστών της αρχαίας Ελλάδας και να επιβεβαιώσει ότι στον τόπο των αρχαίων ραψωδών δεν υπάρχουν απλώς κάποιοι υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ένας λαός με δική του γλώσσα και δική του ποίηση.
Όσον αφορά τον Ουγκώ, που πρέσβευε ότι « μια κοινωνία, κατ’ αρχήν τραγουδά αυτό που ονειρεύεται, κατόπιν αφηγείται αυτό που κάνει και, τελικά, ζωγραφίζει αυτό που σκέφτεται », φαίνεται ότι στη συλλογή του Φωριέλ βρήκε το πιο πειστικό επιχείρημα για να υποστηρίξει ανοιχτά την υπόθεση της ελληνικής ελευθερίας: αφού υπάρχουν Νεοέλληνες που τραγουδούν αυτό που ονειρεύονται, εκ των πραγμάτων υπάρχει μια κοινωνία που αξίζει την ελευθερία της.
« Ο Μύλλερ των Ελλήνων »
Η συλλογή του Φωριέλ αμέσως μετά την κυκλοφορία της στα γαλλικά μεταφράστηκε στα γερμανικά (δύο φορές), στα αγγλικά και τα ρωσικά. Η μία από τις γερμανικές μεταφράσεις ανήκει στον Βίλχελμ Μύλλερ (1794-1827). Ο Μύλλερ δεν ήταν ένας τυχαίος μεταφραστής. Το 1825, που μεταφράζει τη συλλογή του Φωριέλ, έχει ήδη γράψει τους στίχους από δύο σπουδαίους κύκλους τραγουδιών του Φραντς Σούμπερτ (« Η Ωραία Μυλωνού » και « Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι »), και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές ακραιφνώς φιλελληνικές: Τραγούδια των Ελλήνων (1821), Νεότερα τραγούδια των Ελλήνων (1823), Νεότατα τραγούδια των Ελλήνων (1824). Από τα φιλελληνικά ποιήματά του, ο Μύλλερ είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του 1820 σημαντική φήμη, στην οποία οφείλεται και η προσωνυμία « ο Μύλλερ των Ελλήνων » (« Griechen Müller ») που του είχε αποδοθεί. Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, δημοσίευσε και τέταρτο βιβλίο με φιλελληνικά ποιήματα, υπό τον τίτλο Μεσολόγγι (1826).
Κι όμως, ο ποιητής αυτός που χρεώθηκε φιλολογικά την υπόθεση της ελληνικής ελευθερίας, σε μεγαλύτερο βαθμό από κάθε άλλον ποιητή της εποχής του, και θα έπρεπε να τιμάται από εμάς τους Νεοέλληνες, μαζί με τον Μπάυρον και τον Φωριέλ (που ελάχιστα έχει κι αυτός τιμηθεί, συγκριτικά προς την τεράστια προσφορά του), στη χώρα μας έχει παντελώς αγνοηθεί. Δεν μας τιμά καθόλου η φιλολογική αυτή αδικία εις βάρος ενός ποιητή που σε πολύ κρίσιμες, για την ανάδυση της χώρας μας ως νέας πολιτικής οντότητας στην Ευρώπη, ώρες, την είχε τιμήσει με ποιήματα, όπως το παρακάτω:
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Τι θάσουν, Ελλάδα, δίχως την Ελευθερία;
Δίχως, εσένα, Ελλάδα, ο κόσμος τι θάταν;
Λαοί όλου του κόσμου, ελάτε,
Κοιτάξτε τα στήθη
Που με γάλα σοφίας
Σας έχουν βυζάξει!
Θ’ αφήσετε τώρα να τα ματώσουν οι βάρβαροι;
Κοιτάξτε τα μάτια
Που με τη λάμψη του Κάλλους
Σας φώτισαν!
Θ’ αφήσετε τώρα να τα τυφλώσουν οι βάρβαροι;
Κοιτάξτε τη φλόγα
Που σας έχει ζεστάνει
Την ψυχή στα πιο κρύα της βάθη,
Και καταλάβατε
Ποιοι είστε,
Τι θέλετε
Και ότι σας πρέπει
Των αξιών η κορφή,
Η ελευθερία! –
Θ’ αφήσετε τώρα να την πνίξουν οι βάρβαροι;
Λαοί όλου του κόσμου ελάτε,
Ελάτε να λευτερώσουμε
Αυτήν που μας χάρισε την ελευθερία!
Τι θάσουν, Ελλάδα, δίχως την Ελευθερία;
Δίχως, εσένα, Ελλάδα, ο κόσμος τι θάταν;
Υπέρ Ευφορίωνος
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το λόγο για τον οποίο έχει παραγκωνιστεί « ο Μύλλερ των Ελλήνων ». Αρκεί να ανατρέξει στις αναφορές περί των φιλελλήνων ποιητών της Ευρώπης, που υπήρξαν σύγχρονοι της Ελληνικής Επανάστασης. Εκτός από τον Μπάυρον, κατά κανόνα αναφέρονται ο Πούσκιν, ο Σέλλεϋ, ο Ουγκώ και ο Γκαίτε.
Ήταν όμως ο Γκαίτε φιλέλληνας, με την έννοια που ήταν ο Μπάυρον, ο Σέλλεϋ, ο Πούσκιν και ο Ουγκώ; Στις Συζητήσεις του Γκαίτε με τον Έκερμαν, που εξελίσσονται από τον Ιούνιο του 1823 μέχρι και τον Μάρτιο του 1832, μάταια κανείς θα αναζητήσει ευθείες αναφορές στην Ελληνική Επανάσταση. Ό,τι την αφορά αποτελεί, για τον Γκαίτε, συνοδευτικό στοιχείο της δράσης του Μπάυρον. Ενώ για την ποιητική αξία του τελευταίου εκφράζει σταθερά το θαυμασμό του, δεν παύει ποτέ να του ασκεί αυστηρή κριτική για την ενεργό ανάμιξή του στην Ελληνική Επανάσταση. Φθάνει να αμφισβητήσει ακόμη και την αυθορμησία της απόφασής του να προστρέξει στο πλευρό των επαναστατημένων Ελλήνων. Η απόφαση αυτή του Μπάυρον, εξηγεί ο Γκαίτε στον Έκερμαν, δεν ήταν παρά αποτέλεσμα της γενικότερης σύγκρουσης του Άγγλου ποιητή με τον κόσμο! Και τούτο δέκα μήνες μετά το θάνατο του Μπάυρον στο Μεσολόγγι.
Όσοι συνυπολογίζουν τον Γκαίτε στους φιλέλληνες ποιητές, πλάι στον Μπάυρον, τον Σέλλεϋ, τον Πούσκιν και τον Ουγκώ, προς απόδειξη του φιλελληνισμού του επικαλούνται την Τρίτη Πράξη από το Δεύτερο Μέρος του Φάουστ, την λεγόμενη « Ελένη ». Στην Πράξη αυτή, ο Φάουστ ταξιδεύει όχι μόνο στο χώρο (από την Γερμανία στην Ελλάδα και αντίστροφα) αλλά και στο χρόνο, καθώς σμίγει με την Ωραία Ελένη της Σπάρτης. Από την ένωσή τους γεννιέται ένα αγόρι, ο Ευφορίων.
Το ότι στο πρόσωπο του Ευφορίωνος, όπως ο ίδιος ο Γκαίτε εξηγεί στον Έκερμαν, τιμά τον Μπάυρον ως ποιητή, καθώς τον θεωρεί τη « μεγαλύτερη ποιητική ιδιοφυΐα του [19ου] αιώνα » και, επομένως, τον « ιδανικότερο να εκπροσωπήσει τη νέα ποιητική εποχή », δεν σημαίνει ότι ο Γκαίτε έχει αλλάξει άποψη ως προς την πολιτικοστρατιωτική δράση του ποιητή στην Ελλάδα. Στη συνομιλία του με τον Έκερμαν της 5ης Ιουλίου 1827, δηλαδή ένα χρόνο αφότου είχε ολοκληρώσει τη συγγραφή της « Ελένης », εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι ήταν ο εριστικός χαρακτήρας του Μπάϊρον που τον έσπρωξε να πεθάνει στο Μεσολόγγι!
Όταν πέφτει η αυλαία της Πράξης αυτής του Φάουστ, ο μεν Ευφορίων, μετά από μια ικάρια πτήση, έχει πέσει και σκοτωθεί, η δε μητέρα του Ελένη, εν είδει φάσματος, έχει εξαφανισθεί. Από την τριμελή αυτή οικογένεια επιβιώνει ο Φάουστ που, εγκαταλείποντας την Ελλάδα σε χώρο και χρόνο αρχαϊκό και αδιαφορώντας πλήρως για την έκβαση της Επανάστασης, για την οποία έδωσε τη ζωή του ο Ευφορίων/Μπάυρον, επιστρέφει στην Γερμανία.
Μαρτυρούν όλα αυτά ότι ο Γκαίτε προσχώρησε στον φιλελληνισμό, με τον τρόπο που το έκαναν ο Μπάυρον, ο Σέλλεϋ, ο Πούσκιν και ο Ουγκώ, χρεώνοντας δηλαδή ευθέως το έργο τους με την Ελληνική Επανάσταση; Ήταν άραγε τυχαίο το ότι ο Γκαίτε μίλησε γι’ αυτήν παραβολικά και μόνον δια στόματος Ευφορίωνος; Θα είναι βέβαια άδικο να του προσάψει κανείς εχθρότητα προς το όραμα της νέας Ελλάδας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι δίκαιο να κατατάσσεται ο Γκαίτε μεταξύ των αντιπροσωπευτικών τού ευρωπαϊκού φιλελληνισμού ποιητικών προσωπικοτήτων, όταν αυτό, εκ των πραγμάτων, συνεπάγεται τον παραγκωνισμό ενός αξιόλογου Γερμανού ποιητή, όπως ο Βίλχελμ Μύλλερ, που έγινε αληθινό « φιλολογικό ολοκαύτωμα » στο βωμό της Ελληνικής Επανάστασης.
*Ο Βαγγέλης Κάσσος είναι ποιητής |